Δραστηριότητες - Νέα - Άρθρα - ΓνώμεςΔημοσιεύτηκε από το ΥΠΕΚΑ στο διαδύκτυο προς διαβούλευση, το σχέδιο Νόμου με τίτλο : "Δασικές Συνεταιριστικές Οργανώσεις". http://www.opengov.gr/minenv/?p=3277 ΑΠΟ ΤΟ 14Ο ΣΥΝΕΔΡΙΟ ΤΗΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΔΑΣΟΛΟΓΙΚΗΣ ΕΤΑΙΡΕΙΑΣ (2009-ΕΠΙΛΕΓΜΕΝΕΣ ΕΙΣΗΓΗΣΕΙΣ) ΑΝΘΡΩΠΟΓΕΝEIΣ ΕΠΙΔΡΑΣΕΙΣ ΣΤΟΥΣ ΔΑΣΙΚΟΥΣ ΓΕΝΕΤΙΚΟΥΣ ΠΟΡΟΥΣ
Π.Γ. Αλιζώτη Εργαστήριο Δασικής Γενετικής και Βελτίωσης Δασοπονικών Ειδών,
Σχολή Δασολογίας και Φυσικού Περιβάλλοντος, Αριστοτέλειο Παν/μιο Θεσσαλονίκης,
54124 Θεσσαλονίκη (Ηλ. Ταχ.: Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από κακόβουλη χρήση. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε την Javascript για να τη δείτε. )
ΠΕΡΙΛΗΨΗ Οι πληθυσμοί των δασικών ειδών χαρακτηρίζονται από υψηλή γενετική ποικιλότητα, τόσο σε μοριακό γενετικό επίπεδο, όσο και σε επίπεδο γνωρισμάτων προσαρμογής. Η διαφαινόμενη κλιματική αλλαγή, προβλέπεται ότι θα επηρεάσει τα μεσογειακά δασικά οικοσυστήματα με άνοδο της θερμοκρασίας, μείωση των βροχοπτώσεων και συχνότερη εμφάνιση ακραίων φαινομένων. Διαρκής ανθρωπογενής επίδραση στα δασικά οικοσυστήματα και συνεπώς στους δασικούς γενετικούς πόρους έχει καταγραφεί από τους προϊστορικούς χρόνους και την αρχαιότητα έως και σήμερα. Στη σύχρονη εποχή μπορεί να προκύψει από διαφορετικές δραστηριότητες όπως α) η τεχνητή επιλογή και βελτίωση των δασικών ειδών, β) η μεταφορά αναγεννητικού υλικού, γ) η εφαρμογή διαφορετικών μεθόδων δασικής διαχείρισης, δ) η αλλαγή του περιβάλλοντος και της χρήσης αυτού. Από ερευνητικά αποτελέσματα προκύπτει ότι η τεχνητή επιλογή και βελτίωση δεν προκαλούν σημαντική μείωση της γενετικής ποικιλότητας των δασικών ειδών. Η μεταφορά αναγεννητικού υλικού όμως επηρεάζει τους γενετικούς δασικούς πόρους, τόσο μέσω της προέλευσης και της γενετικής ποικιλότητας του υλικού που μετακινείται και φυτεύεται σε νέα περιβάλλοντα και της προσαρμογής του στις νέες περιβαλλοντικές συνθήκες, όσο και μέσω της επίδρασής του στη γενετική ποικιλότητα των τοπικών πληθυσμών. Επιπλέον, διαφορετικοί δασοκομικοί χειρισμοί είναι δυνατόν, μέσω δημογραφικών παραμέτρων, να επιδράσουν σε διαφορετικό βαθμό τη διαμόρφωση του εύρους της γενετικής ποικιλότητας ενός δασικού είδους. Η διαχείριση των δασών μπορεί να επηρεάσει τη δυνατότητα και την ταχύτητα προσαρμογής των δασικών ειδών στην κλιματική μεταβολή. Συνεπώς ο καθορισμός γενετικών κριτηρίων και δεικτών για τον εντοπισμό και την εφαρμογή εφαρμογή μεθόδων διαχείρισης που θα στοχεύουν στη διατήρηση των γενετικών δασικών πόρων καθίσταται αναγκαίος.
Λέξεις κλειδιά: δασικοί γενετικοί πόροι, κλιματική μεταβολή, πλαστικότητα, προσαρμογή, διακίνηση γενετικού υλικού, αειφορική διαχείριση, δασοκομικοί χειρισμοί.
EIΣΑΓΩΓΗ Τα δασικά οικοσυστήματα αποτελούν ακρογωνιαίο λίθο της βιοποικιλότητας του πλανήτη. O όρος βιοποικιλότητα περικλείει το πλήθος των διαφορετικών ειδών ενός οικοσυστήματος ή μιας περιοχής, την υφιστάμενη γενετική ποικιλότητα εντός των ειδών, και την ποικιλία των επιμέρους οικοσυστημάτων. Η λεκάνη της Μεσογείου αποτελεί κέντρο βιοποικιλότητας του πλανήτη, καθώς απαντάται το 10% των φυτικών ειδών της Γης, ενώ από το σύνολο των ειδών που απαντώνται στην Ευρώπη, το 80% είναι ενδημικά είδη της Μεσογείου (Blondel and Aronson, 1999). ΄Οσον αφορά τη δασική βιοποικιλότητα της Μεσογείου, απαντώνται πέντε φορές περισσότερα ξυλώδη είδη από ότι στην υπόλοιπη Ευρώπη (ΕΕΑ, 2007). Τα μεσογειακά δασικά οικοσυστήματα χαρακτηρίζονται επίσης από υψηλό ενδημισμό αφού από τα 290 συνολικά ξυλώδη είδη και υποείδη (θάμνοι και δέντρα) που φύονται στην Ευρώπη, τα 201 απαντώνται αποκλειστικά στις μεσογειακές βιοκλιματικές περιοχές (Quezel and Médail, 2003). Η υψηλή επομένως βιοποικιλότητα και ο ενδημισμός συμβάλλουν στην κατάταξη της λεκάνης της Μεσογείου στην 11η θέση μεταξύ των περιοχών υψηλής βιοποικιλότητας του πλανήτη (Moussouris and Regato, 1999). Η υψηλή ποικιλότητα τόσο μεταξύ όσο και εντός των δασικών ειδών μπορεί να αποδοθεί στην ποικιλότητα του Μεσογειακού περιβάλλοντος, στη μεταπαγετώδη μετακίνηση και δημογραφική εξέλιξη των δασικών πληθυσμών, στην εκτεταμένη εξάπλωση δασικών ειδών σε διαφορετικά περιβάλλοντα, στους απομονωμένους πληθυσμούς δασικών ειδών/ πληθυσμών, στο πλήθος αυτών των απομονωμένων πληθυσμών που φέρουν γονίδια προσαρμογής σε εντελώς διαφορετικά και κατά περιπτώσεις αντίξοα περιβάλλοντα, στα σπάνια και πολλές φορές μοναδικά αλληλόμοφα γονίδια που φέρουν οι πληθυσμοί δασικών ειδών στη Μεσόγειο.
Οι ιδιαιτερότητες του Μεσογειακού περιβάλλοντος το καθιστούν ελκυστικό όχι μόνο από οικολογική άποψη αλλά και ως προς τη μελέτη της ιστορίας και του πολιτισμού των ανθρώπων. Το ήπιο κλίμα των ακτών της Μεσογείου κατά τη μεταπαγετώδη περίοδο και η πλούσια βιοποικιλότητα αποτέλεσαν καθοριστικούς παράγοντες για την ανάπτυξη πολλών πολιτισμών. Από τους αρχαιολογικούς χώρους, τα αρχαιολογικά ευρήματα, αλλά και τα αρχαία κείμενα, μπορούμε σήμερα να αντιληφθούμε την εξέλιξη της δραστηριότητας του ανθρώπου, που από συλλέκτης αγαθών έγινε διαχειριστής των φυσικών οικοσυστημάτων (Ηοbbs, et. al, 1995). Στη διάρκεια των αιώνων οι άνθρωποι προσπάθησαν, όχι πάντα επιτυχώς, να ισορροπήσουν μεταξύ εκμετάλλευσης και προστασίας των φυσικών πόρων. Στη σύχρονη εποχή, πέρα από την οικονομική ανάπτυξη, ανέκυψαν δραματικά κοινωνικο-οικονομικά και περιβαλλοντικά προβλήματα, όπως και θέματα χρήσεων γης στη λεκάνη της Μεσογείου. Δραματική είναι επίσης η μεταβολή της πυκνότητας και της κατανομής του ανθρώπινου πληθυσμού, καθώς από τα 380 περίπου εκατομμύρια των κατοίκων της Μεσογείου, τα 146 εκατομμύρια ζουν στις παράκτιες περιοχές, ενώ σύμφωνα με δημογραφικές προβλέψεις ο πληθυσμός αναμένεται να αγγίξει τα 550 εκατομμύρια σε 20 περίπου χρόνια από σήμερα (Attane and Courbage, 2001). Πέραν όμως της επιβάρυνσης των φυσικών οικοσυστημάτων από την αναμενόμενη αύξηση του αριθμού των μόνιμων κατοίκων, επιπλέον επιβάρυνση αναμένεται από την αύξηση του αριθμού των τουριστών, από 220 εκατομμύρια που είναι σήμερα σε 350 εκατομμύρια έως το 2020, καθώς η Μεσόγειος αποτελεί δημοφιλή τουριστικό προορισμό παγκοσμίως.
Επιπλέον, η κλιματική μεταβολή αποτελεί έναν συνεχώς αυξανόμενο παράγοντα πίεσης στα μεσογειακά δασικά οικοσυστήματα με δυσμενή αποτελέσματα όπως π.χ. αύξηση της συχνότητας των δασικών πυρκαγιών, επίταση της ξηρασίας, ερημοποίηση). Το κλίμα της Μεσογείου χαρακτηρίζεται γενικά από έντονη εποχικότητα, με ξηροθερμικά καλοκαίρια και ψυχρούς χειμώνες με υψηλή βροχόπτωση, αν και παρατηρείται διακύμανση μεταξύ ετών ως προς το σύνολο των κατακριμνησμάτων. Η Μεσόγειος επομένως αποτελεί περιοχή ιδιαίτερα ευαίσθητη σε σχέση με την κλιματική μεταβολή καθώς αντιπροσωπεύει τη μεταβατική ζώνη μεταξύ των ξηρών και των υγρών περιοχών του κόσμου. Από την τέταρτη αξιολόγηση του περιβάλλοντος της Ευρώπης από τον ΕΕΑ (Εuropean Environmental Agency), προέκυψε ότι η θέρμανση της Ευρώπης (1.4 ºC) ήταν υψηλότερη από τη μέση θέρμανση του πλανήτη (0.74 ºC) κατά το διάστημα 1906-2005. Εντονότερη όμως θέρμανση παρατηρήθηκε στη Νότια, Νοτιοανατολική Ευρώπη, την Ιβηρική χερσόνησο, τη Βορειοδυτική Ρωσία και τις χώρες της Βαλτικής (ΕΕΑ, 2007). Επίσης η Νότια και Νοτιοανατολική Ευρώπη έγινε 20% ξηρότερη κατά τον 20ο αιώνα (EEA, 2007). Σύμφωνα με τα σενάρια κλιματικής μεταβολής, η μέση θερμοκρασία στην Ευρώπη αναμένεται να αυξηθεί κατά 2.1-4.4 ºC ή πιθανώς κατά 2.0-6.3 ºC έως το 2100 (EEA, 2007). ΄Οσον αφορά τη Νότια Ευρώπη, περιοχή ήδη ευαίσθητη, η κλιματική μεταβολή αναμένεται να επιδεινώσει τις περιβαλλοντικές συνθήκες (αύξηση θερμοκρασίας και ξηρασίας) (IPCC, 2007), με αύξηση της θερμοκρασίας έως και 6 ºC κατά τη διάρκεια του καλοκαιριού (Giannakopoulos et al., 2005) και της ξηρασίας (Giorgi et al., 2004). Η κλιματική μεταβολή αναμένεται να αποτελέσει τον κύριο λόγο μείωσης της βιοποικιλότητας στο μέλλον, καθώς η επιδείνωση των συνθηκών του περιβάλλοντος θα επηρεάσει τη φυσιολογία, τη φαινολογία και τη γεωγραφική εξάπλωση των δασικών ειδών στη Μεσόγειο, ενώ προβλέπεται ότι έως το 2100 περίπου το 25% των φυτικών ειδών της Μεσογείου θα έχει εξαφανιστεί (Thomas et al. 2004, EEA 2007).
Η επίδραση του ανθρώπου στο φυσικό περιβάλλον ξεκινά από τα προϊστορικά χρόνια και βαίνει αυξανόμενη με την πάροδο των αιώνων, καταλήγοντας στη σύγχρονη εποχή να αποτελεί το αίτιο τεράστιων περιβαλλοντικών προβλημάτων (αύξηση αερίων ρύπων, φαινόμενο του θερμοκηπίου, εκτεταμένη αποδάσωση, κατακερματισμός των δασών, αλλαγή χρήσης δασικής γης, κ.α.) που έχουν σαν συνέπεια την κλιματική μεταβολή σε όλο τον πλανήτη.
ΑΝΘΡΩΠΟΓΕΝΗΣ ΕΠΙΔΡΑΣΗ ΚΑΤΑ ΤΟ ΠΑΡΕΛΘΟΝ Ο άνθρωπος επέδρασε στην εξάπλωση των δασών της Ευρώπης από την μεταπαγετώδη ακόμη περίοδο. Σύμφωνα με τον Bradshaw (2004) η μεταπαγετώδης εξάπλωση ειδών Fagus, Corylus και Carpinus αποδίδεται σε προϊστορική ανθρωπογενή επίδραση. Η ενασχόληση του ανθρώπου με τη γεωργία κατά τη Νεολιθική περίοδο και οι συνέπειές της επί των δασών αποτελούν ακόμη αντικείμενο συζήτησης, αλλά πιθανολογείται ότι σε πολλά δάση της Ευρώπης την περίοδο αυτή άρχισαν να δημιουργούνται διάκενα. Η συστηματική γεωργία αργότερα οδήγησε σε μείωση των δασών, ενώ πιθανολογείται μικρή μόνο μετακίνηση γενετικού υλικού από περιοχή σε περιοχή. Εξαίρεση πιθανώς αποτελεί το είδος Pinus pinea του οποίου η σημασία ήταν μεγάλη λόγω των εδώδιμων σπόρων του. Γενετική ανάλυση πληθυσμών του είδους έδειξε ότι η γενετική ποικιλότητα μεταξύ πληθυσμών είναι ελάχιστη σε σύγκριση με άλλα είδη πεύκης, γεγονός που πιθανότατα είναι συνέπεια της εκτεταμένης φύτευσης ορισμένων επιθυμητών γενοτύπων από τους ανθρώπους (Gomèz et al., 2002). Εντούτοις, η τοπική ανάπτυξη της γεωργικής δραστηριότητας και της εκτροφής ζώων οδήγησε στην εκτεταμένη διάνοιξη των δασών που αποτέλεσε την απαρχή του κατακερματισμού των δασών από τον άνθρωπο. Εισαγωγή ξενικών ειδών συνέβη σε μικρή σχετικά κλίμακα κατά τη Ρωμαϊκή περίοδο και αποτελεί χαρακτηριστικό παράδειγμα μεταφοράς γενετικού υλικού από τον άνθρωπο.
H άνθηση των αρχαίων πολιτισμών της Μεσογείου αποδίδεται σε σημαντικό ποσοστό στην ύπαρξη και εκμετάλλευση των πευκοδασών (Malagnoux and Landly, 1999), καθώς πέρα από το σημαντικό ρόλο τους στα οικοσυστήματα παρείχαν και πλήθος προϊόντων (ξυλεία, ρητίνη, σπόρους, κλπ). Η μακρόχρονη σχέση μεταξύ ανθρώπων και πευκοδασών περιλαμβάνει: χρήση ξυλείας για κατασκευές, για ναυπήγηση πλοίων, για κατασκευή τειχών και πολιορκητικών μηχανών, χρήση ρητίνης για πολλαπλούς σκοπούς, καύση ρητίνης σε τελετές, χρήση σπόρων ως τροφή και αφροδισιακό, χρήση σπόρων στην οινοποιία, εξαγωγή σπορελαίου, χρήση πεύκων ως καλλωπιστικών (περίφημες πεύκες της Ρώμης και της Νάπολης). Δεδομένων των πολλαπλών ωφελειών από τα δάση πεύκης, η επίδραση του ανθρώπου κατά τα προηγούμενα εκατοντάδες χρόνια στη γεωγραφική εξάπλωση των ειδών πεύκης ήταν εξαιρετικά έντονη, προκαλώντας είτε επέκταση είτε συρρίκνωση. Οι συνέπειες της συρρίκνωσης των Μεσογειακών δασών κατά τους ιστορικούς χρόνους είναι εμφανείς ακόμη και σήμερα, αν και σε μεγάλο ποσοστό έχουν επισκιαστεί από την αναπτυξιακή έκρηξη του 20ου αιώνα.
Από το 1700 και έπειτα καταγράφεται μεταφορά γενετικού υλικού στην Κεντρική Ευρώπη, που ξεκίνησε με την εφαρμογή δασοκομικών μεθόδων. Η μεταφορά προλεύσεων και η συστηματική μετακίνηση σπόρου και σποροφύτων δασικών ειδών, με στόχο την αύξηση της παραγωγής, αποτέλεσαν σημαντικά δασοκομικά εργαλεία, που είχαν ως αποτέλεσμα τη διακοπή των φυσικών γενετικών μηχανισμών στις διαχειριζόμενες φυτείες (Bradshaw, 2004). Η αύξηση της δασοκάλυψης στην Ευρώπη που ξεκίνησε στις αρχές του 1900 οφείλεται κυρίως στην ανθρώπινη δραστηριότητα παρά σε φυσικές διαδικασίες και μηχανισμούς.
Η μακρόχρονη επομένως δραστηριότητα του ανθρώπου από τα προïστορικά χρόνια έως και σήμερα επέδρασε στους γενετικούς πόρους των δασικών ειδών κυρίως μέσω της εκτεταμένης διατάραξης των δασικών οικοσυστημάτων για την άσκηση δραστηριοτήτων όπως η γεωργία και η κτηνοτροφία, και σε μικρό βαθμό μέσω μεταφοράς αναγεννητικού υλικού μέχρι τις αρχές του εικοστού αιώνα. Η έκταση της τεχνητής μεταφοράς γενετικού υλικού και συνεπώς γονιδίων ήταν πιθανόν μικρή στην αρχή αλλά αυξήθηκε στη συνέχεια και κυρίως κατά τα τελευταία 50 χρόνια καθώς η τεχνητή αναγέννηση διαδόθηκε ευρέως.
ΑΝΘΡΩΠΟΓΕΝΗΣ ΕΠΙΔΡΑΣΗ ΣΤΗ ΣΥΧΡΟΝΗ ΕΠΟΧΗ Στη σύχρονη εποχή ελάχιστα είναι τα παρθένα δάση που έχουν απομείνει, καθώς τα περισσότερα δασικά οικοσυστήματα υπέστησαν την επίδραση του ανθρώπου κατά το παρελθόν. Οι ανθρώπινες δραστηριότητες που προκαλούν την έκλυση αερίων ρύπων και το φαινόμενο του θερμοκηπίου επιδρούν σε όλο τον πλανήτη, ενώ άλλες δραστηριότητες έχουν επιπτώσεις τοπικού χαρακτήρα. Στη σύχρονη εποχή η δυσμενής ανθρωπογενής επίδραση μπορεί να προκύψει από διαφορετικές δραστηριότητες όπως α) η τεχνητή επιλογή και βελτίωση των δασικών ειδών, β) η μεταφορά αναγεννητικού υλικού, γ) η εφαρμογή διαφορετικών μεθόδων δασικής διαχείρισης, δ) η αλλαγή του περιβάλλοντος και της χρήσης αυτού.
-Τεχνητή επιλογή και βελτίωση Τρία είδη γονιδίων που αφορούν γονίδια υπό τεχνητή επιλογή μπορούν να αναγνωριστούν: α. Λίγα μεγαλογονίδια υπεύθυνα για μεγάλο μέρος της φαινοτυπικής ποικιλότητας, β. Πολλά γονίδια με περιορισμένη ατομική επίδραση στο υπό επιλογή γνώρισμα, που ως σύνολο όμως μέσω της αθροιστικής τους δράσης ελέγχουν το μεγαλύτερο τμήμα της φαινοτυπικής ποικιλότητας για το συγκεκριμένο γνώρισμα και γ. Ουδέτερα γονίδια, δηλαδή γονίδια που δεν επηρεάζονται από την επιλογή. Η ποικιλότητα των μεγαλογονιδίων επηρεάζεται δραστικά από την τεχνητή επιλογή, αλλά αυτό δεν ισχύει και για τα γονίδια με αθροιστική δράση. Οι Kremer et al. (2000) έδειξαν ότι η διαχωριστική επιλογή μπορεί να αυξήσει τη διαφοροποίηση μεταξύ πληθυσμών μέσω του μη τυχαίου συνδυασμού αλληλομόρφων σε διάφορες γονιδιακές θέσεις, η ποικιλότητα όμως σε επίπεδο γονιδιακό παραμένει ανεπηρέαστη, όπως σχεδόν συμβαίνει με τα ουδέτερα στην επιλογή γονίδια. Η επιλογή επομένως δρά επί των γενοτύπων, και όχι επί των μεμονωμένων γονιδίων. Είναι αναμενόμενος λοιπόν ο εντοπισμός υψηλής ποικιλότητας εντός των πληθυσμών ακόμη και για γονίδια που ελέγχουν γνωρίσματα που βρίσκονται κάτω από μεγάλη ένταση επιλογής. Οι μέθοδοι τεχνητής επιλογής και βελτίωσης εφαρμόζονται κυρίως σε είδη υψηλού οικονομικού ενδιαφέροντος και σε καλλωπιστικά είδη. Για τα δασικά είδη η βελτιωτική μέδοθος μπορεί να εκτείνεται από την απλή επιλογή εντός της φυσικής εξάπλωσης ενός είδους, έως τη δημιουργία νέου γενετικού υλικού μέσω υβριδισμού (μεταξύ και εντός ειδών) ή ακόμη και μέσω μεθόδων γενετικής μηχανικής. Αναμένεται όμως ότι οι δασικοί γενετικοί πόροι, που χαρακτηρίζονται από ευρεία ποικιλότητα, δεν θα επηρεαστούν σημαντικά από την εφαρμογή μεθόδων τεχνητής επιλογής και βελτίωσης (Kremer, 1994). Στην περίπτωση όμως ειδών με περιορισμένη γενετική ποικιλότητα, όπως η Pinus pinea η εφαρμογή μεθόδων τεχνητής επιλογής θα πρέπει να πραγματοποιηθεί με ιδιαίτερη προσοχή (Fallour et al. 1997).
- Μετακίνηση γενετικού υλικού Η μετακίνηση γενετικού υλικού μπορεί να έχει επιπτώσεις: α. στο γενετικό υλικό που μεταφέρεται και φυτεύεται σε ένα νέο περιβάλλον, οπότε και τίθεται το ζήτημα της προσαρμογής και β. στο τοπικό γενετικό υλικό, οπότε τίθεται το θέμα της ροής γονιδίων από το μεταφερθέν υλικό στο τοπικό καθώς επίσης και το θέμα της τοπικής προσαρμογής. Η μεταφορά γενετικού υλικού από μια περιοχή σε μια άλλη, θα πρέπει να ακολουθεί συγκεκριμένες προδιαγραφές που βασίζονται στην προβλεπόμενη επιβίωση και παραγωγικότητα των επιμέρους πληθυσμών. Οι προβλέψεις προκύπτουν κυρίως από διατοπικό πειραματισμό, αλλά κατά περιπτώσεις και από μοντέλα γενοτυπικής αντίδρασης στις διαφορές του περιβάλλοντος που προσδιορίζονται είτε μέσω γεωγραφικών παραμέτρων είτε μέσω κλιματικών παραμέτρων (Rehfeldt et al. 1999). Διατοπικός πειραματισμός π.χ. πολλών πληθυσμών Pinus contorta σε πολλά επιμέρους περιβάλλοντα έδειξε ότι πληθυσμοί συχνά αναπτύσσονται σε συνθήκες που διαφέρουν από το άριστο για αυτούς περιβάλλον, όπως αυτό προβλέπεται από τα παραπάνω μοντέλα. Η δυνατότητα προσαρμογής σε διαφορετικά από το άριστο περιβάλλοντα προκύπτει από τη δράση εξελικτικών διεργασιών, όπως η ροή γονιδίων από λιγότερο καλά προσαρμοσμένους πληθυσμούς ή ανταγωνιστικές αλληλεπιδράσεις με άλλα είδη, που δεν επιτρέπουν στον πληθυσμό να φτάσει στη βέλτιση δυνατή κατάσταση. Η προσαρμογή επομένως σε ένα τόπο δεν πρέπει να θεωρείται σταθερή κατάσταση αλλά δυναμική διαδικασία. Η πλαστικότητα επίσης ενός πληθυσμού (δυνατότητα να προσαρμόζεται σε διαφορετικά περιβάλλοντα) μπορεί να εξαρτάται τόσο από τη γενετική ποικιλότητα όσο και από τη φαινοτυπική πλαστικότητα σε επίπεδο ατομικού φυτού (Rehfeld et al. 2001).
H επίδραση επομένως της μεταφοράς γενετικού υλικού εξαρτάται από την προέλευση του υλικού, το περιβάλλον προορισμού και τον τοπικό πληθυσμό. Ο κίνδυνος για την προσαρμογή τόσο του μεταφερόμενου υλικού, όσο και για τη μείωση της προσαρμοστικότητας του τοπικού γενετικού υλικού λόγω μόλυνσης από το μεταφερόμενο γενετικό υλικό είναι υψηλότερος όταν άριστο γενετικό υλικό, που είναι υψηλοαποδοτικό σε ευνοϊκές συνθήκες, μεταφέρεται σε οριακές περιοχές. Ο κίνδυνος αντίθετα μειώνεται όταν το γενετικό υλικό μεταφέρεται σε άριστες συνθήκες. ΄Οταν όμως το μέγεθος των πληθυσμών (μεταφερόμενου και τοπικού) είναι μεγάλο τότε η εξέλιξη ως προς την ικανότητα προσαρμογής μπορεί να συμβεί σε μερικές γενεές (Nunney, 2000).
Μεγαλύτερης σημασίας όμως είναι ο δημογραφικός κίνδυνος που ελοχεύει όταν υλικό με μικρή γενετική βάση (π.χ. κλώνος ή μικρός αριθμός κλώνων) μεταφέρεται και φυτεύεται σε ευρεία κλίμακα, καθώς η μείωση του μεγέθους του ενεργού πληθυσμού είναι δραστική. Υψηλότερη δε επίδραση αναμένεται όταν ο τοπικός πληθυσμός είναι μικρός και φύεται σε οριακές συνθήκες ή σε ασταθείς περιβαλλοντικές συνθήκες (Tabbener and Cottrell, 2002).
-Διαχείριση των πληθυσμών – Δασοκομικοί χειρισμοί Μέρος της δασοκομικής πρακτικής αποτελεί ο έλεγχος δημογραφικών παραμέτρων των δασικών πληθυσμών: αναγέννηση, επιβίωση, αραιώσεις, γονιμότητα. Καμία από τις παραπάνω όμως πρακτικές δεν έχει καταστροφικές συνέπειες για τους δασικούς γενετικούς πόρους. Εντούτοις, κάθε δασοκομικός χειρισμός έχει μια συγκεκριμένη επίδραση που πρέπει να λαμβάνεται υπόψη για τη μακροπρόθεσμη διατήρηση του εξελικτικού δυναμικού των δασικών πληθυσμών. ΄Οσον αφορά την αναγέννηση, η φύτευση μπορεί να αυξάνει υπό προυποθέσεις την ποικιλότητα μεταξύ πληθυσμών, ενώ η φυσική αναγέννηση ευνοεί τη διατήρηση της ποικιλότητας εντός της συστάδας. Η φύτευση, δεν θα πρέπει να έχει ως αποτέλεσμα τη μείωση της γενετικής ποικιλότητας αλλά την αύξησή της. Ο Εl-Kassaby (2000) αναφέρει αύξηση 12% σε αριθμό αλληλομόρφων/γονιδιακή θέση και 15% σε ποσοστό ετεροζυγωτίας σε φυτείες των οποίων το γενετικό υλικό προέρχονταν από σποροπαραγωγούς κήπους, σε σχέση με το φυσικό πληθυσμό. Η φύτευση γενικά αφήνει λιγότερα περιθώρια στη φυσική επιλογή να δράσει, καθώς η αρχική πυκνότητα των φυτών και η θνησιμότητα είναι μικρότερες. Η φυσική αναγέννηση δίνει περισσότερες δυνατότητες στη φυσική επιλογή να δράσει το νεανικό στάδιο των φυτών. Στην περίπτωση αυτή η επίδραση του ανθρώπου αφορά κυρίως την επιλογή των αναπαραγωγικά ώριμων δέντρων, το σύστημα αναπαραγωγής, τη χωρική κατανομή των αναπαραγωγικών δέντρων και τη χωρική κατανομή των σποροφύτων. Επίσης δεν έχει προκύψει έως σήμερα ισχυρή γενετική απόδειξη εναντίον ή υπέρ των ομήλικων ή ανομήλικων συστάδων, καθώς και στις δύο περιπτώσεις διατηρείται υψηλό επίπεδο γενετικής ποικιλότητας εντός των πληθυσμών (Konnert and Hussendörfer, 2001). Oι El-Kassaby και Benowicz (2000) μελέτησαν την επίδραση της αραίωσης σε δύο συστάδες Pseudotsuga menziesii σε δύο διαφορετικά περιβάλλοντα. Η κύρια επίδραση των αραιώσεων αφορούσε τη σύνθεση των ειδών (μείωση του αριθμού των ειδών) και τη δομή της συστάδας (λιγότερα άτομα στις μικρότερες κλάσεις διαμέτρου). Η γενετική ποικιλότητα των ειδών που δεν ήταν κύρια είδη των συστάδων (Tsuga heterophylla και Pinus monticola) επηρεάστηκε σημαντικά τόσο ως προς τον αριθμό των αλληλομόρφων γονιδιών όσο και ως προς την αναμενόμενη ετεροζυγωτία, εξαιτίας της μείωσης του μεγέθους του πληθυσμού τους. Αντίθετα η γενετική ποικιλότητα του κύριου είδους (ψευδοτσούγκα) δεν επηρεάστηκε καθόλου. Επομένως, οι δασοκομικοί χειρισμοί που αφορούν ένα είδος μπορεί να έχουν σημαντικές επιπτώσεις στα υπόλοιπα δασικά είδη και ιδιαίτερα στη χωρική δομή τους, αν οι παράμετροι αυτοί δεν λαμβάνονται υπόψιν.
- Μεταβολή του περιβάλλοντος Η μεγαλύτερη ανθρωπογενής επίδραση στους δασικούς γενετικούς πόρους αναμένεται λόγω των μεταβολών του περιβάλλοντος, που μπορεί να κυμαίνονται από διαταραχή του περιβάλλοντος σε τοπικό επίπεδο έως την κλιματική μεταβολή σε παγκόσμια κλίμακα. Η επίδραση των μεταβολών των περιβαλλοντικών συνθηκών αναμένεται να επηρεάσει άμεσα την προσαρμογή των τοπικών δασικών πληθυσμών όσο και του γενετικού υλικού που μεταφέρεται από άλλες περιοχές. Επιπλέον, και αναλογικά με τις μεθόδους διαχείρισης, η οικολογική διαταραχή μπορεί να έχει άμεσο αποτέλεσμα στη δημογραφία του δασικού πληθυσμού. Η ανθρωπογενής επίδραση μέσω της αλλαγής των περιβαλλοντικών συνθηκών αναμένεται να είναι σημαντική, καθώς η κλιματική μεταβολή επηρεάζει τους δασικούς γενετικούς πόρους σε παγκόσμιο επίπεδο (καλλιεργούμενα και αδιατάρακτα δάση), αφορά επομένως περισσότερους από έναν πληθυσμούς, είναι χωρικά εξαιρετικά εκτεταμένη και δύσκολα θα μπορούσε να είναι αναστρέψιμη βραχυπρόθεσμα. Η ανασφάλεια λοιπόν που σχετίζεται με την αναμενόμενη κλιματική μεταβολή απαιτεί λήψη μέτρων για τη δυναμική προστασία των δασικών γενετικών πόρων, που ως πρωταρχικό στόχο έχει τη δημιουργία εκείνων των συνθηκών που θα εξασφαλίζουν το εξελικτικό δυναμικό των επιμέρους πληθυσμών.
BΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ Αttane, I., and Y. Courbage, 2001. “La demographie en Mediterranee. Situation et projections”. Paris Ecolomica; Plan Bleau, 2001 (Les Fascicules due Plan Blue No 11) 249p. Blondel, J., and J. Aronson. 1999. Biology and wildlife of the Mediterranean region. OxfordUniv.Press, N.Y. Bradshaw, R.H.W., 2004. Past anthropogenic influence on European forests and some possible genetic consequences. For. Ecol. and Mgt. 197:203-212. EEA, 2007.Europe’sEnvironment. 4thAssessment. Copenhagen, 2007. p. 452 Εl-Kassaby, Y.A., 2000.Impacts of industrial forestry on genetic diversity of temperate forest trees. In: Matyas, C. (Ed.), Forest Genetics and Sustainability. For. Sci. 63:155-169. El-Kassaby, Y.A., A.,Benowicz, 2000. Effects of commercial thinning on genetic, plant species and structural diversity in second growth Douglas-fir (Pseudotsuga menziesii (Mibr.) Franco stands. For. Genet. 7:193-169. Fallour, D., B. Fady, F. Lefevre, 1997. Study on isozyme variation in Pinus pinea L.: evidence for low polymorphism. Silv. Gen. 46:201-207. Finkeldey, R., M. Ziehe, 2004. Genetic implications of silvicultural regimes. For. Ecol. and Mgt. 197:231-244. Giannakopoulos, C., Μ. Bindi, M., Moriondo, Τ. Tin, , 2005. Climate change impacts in the Mediterranean resulting from a 2 ºC global temperature rise. WWF Report, Gland, Switzerland. Giorgi, F., Χ.Bi, J. Pal, 2004. Mean, interannual variability and trends in a regional climate change experiment over Europe. II. Climate change scenarios (2071-2100). Climate Dynamics 23: 839-858. Gomèz, Α., Ε. Aguiriano, R. Alía, B. A. Bueno, 2002. Análisis de los recursos genéticos de Pinus pinea L. en Espaňa dediante microsatélites del chloroplaso Invest. Agric. Sist. Recur. For. 11: 145-154. Hobbs, R.J., D.M., Richardson, G.W. Davis, 1995.Mediterranean-type ecosystems:opportunities and constrains for studying the function of biodiversity. In: Davis, G.W., Richardson, D.M. (eds), Mediterranean-Type Ecosystems. Springer, N.Y. pp. 1-42. IPCC, 2007. Climate Change 2007: Synthesis Report. Summary for policy makers. IPCC Secr., Geneva, 2007. IPCC, 2007. Climate Change 2007: The physical science basis. Summary for policy makers. IPCC Secr., Geneva, 2007. Thomas, C.D., A. Cameron, R.E. Green, M. Bakkenes, L., Beaumont, Y.C., Collingham, B.F.N., Erasmus, M., Ferreira de Signeira, A., Grainger, L., Hannah, B. Hughes, B., Huntley, A.S. van Jaarsveld, G.F., Midgley, L., Miles, M.A., Ortega-Huerta, A., Townsend Peterson, O.L., Phillips, S.E., Williams, 2004. Extinction risk from climate change. Nature 427: 145-148. Konnert M., and E., Hussendörfer, 2001.Genetic variation of silver fir (Abies alba) in unvevenaged forests (“Plenter” forest) in comparison with evenaged forests (Altersklassenwald). In: Muller-Stark, G., Schubert, R. (Eds.) Genetic Response of Forest Systems to Changing Environmental Conditions. For. Sci. 70:307-320. Kremer, A., 1994. Diversite genetique et variabilite des caracteres phenotypiques chez les arbres forestieres. Genet. Sel. Evol. 26, 105-123. Kremer, A., V. Le Corre, S. Mariette, 2000.Population differentiation for adaptive traits and their underlying loci in forest trees : heoretical prodictions and experimental results. In: Matyas, C. (Ed.) Forest Genetics and Sustainablity. For. Sci. 63: 59-74. Malagnoux, M., J.P. Lanly, 1999.Cooperation in forestry between the northern and southern Mediterranean. Unasylva 197:45-48. Moussouris, Y. and P. Regato, 1999. Forest Harvest: An overview of non timber forest Products in the Mediterranean region. WWF Mediterranean Programme. Arborvitae, IUCN. WWF, Supplement. Nunney, L. 2000. The limits to knowledge in conservation genetics – The value of effective population size. Evol. Biol. 32 :179-194. Quézel, P. and F. Médail. 2003. Ecologie et Biogéographie des Forêts du Bassin Mediterraneen. Elsevier, Paris. Rehfeldt, G.E., N.M. Tchebakova, L.K. Barnhardt, 1999. Efficacy of climate transfer functions : introduction of Eurasian populations of Larix intoAlberta.Can. J. For. Res. 29:1660-1668. Rehfeld, G.E., W.R. Wykoff, C.C. Ying, 2001. Physiological plasticity, evolution, and impacts of a changing climate on Pinus controrta. Clim. Change 50:355-376. Tabbener H.E., J.E. Cottrell, 2002. the use ofPCR basedDNA markers to study the paternity of poplar seedlings. For. Ecol. Mgt. 179:363-376.
HUMAN IMPACTS ON FOREST GENETIC RESOURCES
P.G. Alizoti Laboratory of Forest Genetics and Tree Improvement, School of Forestry and Natural Environment, Aristotle University of Thessaloniki, 54124 Thessaloniki, Greece (E-mail.: Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από κακόβουλη χρήση. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε την Javascript για να τη δείτε. ) SUMMARY
Foresttree species populations are characterized by broad genetic variation both on the molecular level and the level of adaptive traits. The predicted climate change is foreseen to have an impact on the Mediterranean ecosystems, as both temperature and drought are expected to rise, while extreme climatic events will occur more frequently. Constant human impact on forest ecosystems and thus, on forest genetic resources has been recorded ever since the prehistoric times. Nowadays, human impact can stem from a)artificial selection and genetic improvement of forest tree species, b) transfer of genetic material, c) forest management methods, and d) environmental changes. Results of the research revealed that artificial selection and breeding of forest tree species result in an increase rather than decrease of the species genetic variation. Transfer of genetic material may have an impact on forest genetic resources. Two aspects should be considered: the impact of transplantation on the resource transferred in an new environment and the impact on local genetic resources. Moreover, different sylvicultural practices may affect the genetic variation of a species by changing the demographic parameters. Forestmanagement may also influence the speed of adaptation of forest tree species to climate change. Consequently the identification of criteria and indicators aiming towards the conservation of forest genetic resources is considered of vital importance. Keywords: forest genetic resources, climate change, plasticity, adaptation, transfer of genetic material, sustainable forestry, sylvicultural practices.
ΑΠΟ ΤΟ 14Ο ΣΥΝΕΔΡΙΟ ΤΗΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΔΑΣΟΛΟΓΙΚΗΣ ΕΤΑΙΡΕΙΑΣ (2009-ΕΠΙΛΕΓΜΕΝΕΣ ΕΙΣΗΓΗΣΕΙΣ) Η συμπεριφορά των μεγάλων δασικών πυρκαγιών του 2007 στην Ελλάδα Αθανασίου Μιλτιάδης1, Ξανθόπουλος Γαβριήλ2
1 Περιβαλλοντολόγος – M.Sc. Πρόληψη και Διαχείριση Φυσικών Καταστροφών Θωμά Παλαιολόγου 8, 13673Αχαρναί, e-mail: Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από κακόβουλη χρήση. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε την Javascript για να τη δείτε. 2 Εθνικό Ίδρυμα Αγροτικών Ερευνών Ινστιτούτο Μεσογειακών Δασικών Οικοσυστημάτων και Τεχνολογίας Δασικών Προϊόντων Τέρμα Αλκμάνος, Ιλίσια, 115 28Αθήνα, e-mail: Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από κακόβουλη χρήση. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε την Javascript για να τη δείτε.
Περίληψη
Η παρούσα εργασία αφορά την επί τόπου συλλογή παρατηρήσεων και μετρήσεων συμπεριφοράς της φωτιάς κατά τη διάρκεια μερικών από τις μεγαλύτερες δασικές πυρκαγιές της αντιπυρικής περιόδου του 2007, στην Ελλάδα. Οι μετρήσεις αυτές, που αφορούσαν, εκτός από τις παραμέτρους της πυρκαγιάς, την μετεωρολογία, την τοπογραφία και την καύσιμη ύλη, στη συνέχεια αποδελτιώθηκαν, συνδυάστηκαν με συμπληρωματικές πληροφορίες και δημιουργήθηκε μία βάση δεδομένων που περιελάμβανε συνολικά 70 περιπτώσεις. Για μέρος αυτών των περιπτώσεων (Ν=20) όπου η βλάστηση μπορούσε να περιγραφεί ως θαμνώδης αποτελούμενη από αείφυλλους πλατύφυλλους θάμνους ύψους 1,5-3 m, έγινε πρόβλεψη συμπεριφοράς της πυρκαγιάς επιφάνειας με χρήση του συστήματος BehavePlus της Δασικής Υπηρεσίας των ΗΠΑ, χρησιμοποιώντας το μοντέλο καύσιμης ύλης “Θαμνώνες αείφυλλων πλατύφυλλων II (ύψος 1,5 έως 3 m)” των Δημητρακόπουλος κ.α. (2001), και Dimitrakopoulos (2002), σε ελαφρά τροποποιημένη μορφή. Στη συνέχεια έγινε σύγκριση των προβλέψεων συμπεριφοράς της φωτιάς με τις παρατηρήσεις. Τα αποτελέσματα ήταν ιδιαίτερα ενθαρρυντικά ως προς τη δυνατότητα αξιοποίησης του BehavePlusκαι του συγκεκριμένου μοντέλου καύσιμης ύλης για την πρόβλεψη παρόμοιων πυρκαγιών στην Ελλάδα.
Εισαγωγή
Η αποτελεσματική αντιμετώπιση των δασικών πυρκαγιών προϋποθέτει κατανόηση του τρόπου με τον οποίο αυτές εξαπλώνονται και πρόβλεψη των χαρακτηριστικών που θα έχουν κάτω από ορισμένες συνθήκες. Για τον λόγο αυτό μεγάλο μέρος της έρευνας, που ασχολείται με τις δασικές πυρκαγιές παγκοσμίως, έχει αφιερωθεί στη μελέτη και πρόβλεψη της «συμπεριφοράς» τους. Έτσι, κατά τα τελευταία σαράντα περίπου έτη έχουν δημιουργηθεί πολλά μοντέλα πρόβλεψης της ταχύτητας και των χαρακτηριστικών της εξάπλωσης όπως το μήκος φλόγας, η θερμική ένταση ανά μονάδα μήκους μετώπου, κλπ. Προϋπόθεση, για να εφαρμοσθούν αυτά τα μοντέλα στην πράξη, αποτελεί το να είναι γνωστός ο βαθμός αξιοπιστίας τους, κάτι που μπορεί να γίνει μόνο εφόσον υπάρχουν παρατηρήσεις εξάπλωσης πραγματικών πυρκαγιών. Πυρκαγιές μικρές, φωτιές σε εργαστηριακές συνθήκες ή σε περιορισμένης έκτασης ανοικτούς χώρους με φυσικά καύσιμα μπορούν να είναι χρήσιμες για μια αρχική αξιολόγηση αλλά ο ουσιαστικός έλεγχος μπορεί να γίνει μόνο με βάση τη σύγκριση με πραγματικές δασικές πυρκαγιές. Το ευρύτερα χρησιμοποιούμενο σήμερα μοντέλο πρόβλεψης της συμπεριφοράς δασικών πυρκαγιών είναι το μαθηματικό, ημιεμπειρικό μοντέλο διάδοσης της φωτιάς του Rothermel (1972). Το μοντέλο αυτό μπορεί να χρησιμοποιηθεί για την πρόβλεψη της συμπεριφοράς δασικών πυρκαγιών επιφάνειας σε οποιονδήποτε τύπο δασικής βλάστησης, αρκεί αυτός ναπεριγραφεί με τη μορφή αντιπροσωπευτικού μοντέλου καύσιμης ύλης (Rothermel 1972, Ξανθόπουλος 1990). Η ευρεία αυτή δυνατότητα χρήσης είχε σαν αποτέλεσμα τη δημιουργία πολλών συστημάτων πρόβλεψης συμπεριφοράς των δασικών πυρκαγιών ή χωρικής προσομοίωσής της εξάπλωσής τους σε ηλεκτρονικούς υπολογιστές που βασίζονται στο μοντέλο του Rothermel. Το πρώτο από αυτά τα συστήματα είναι το σύστημα BEHAVEτης Δασικής Υπηρεσίας των ΗΠΑ που δημιουργήθηκε το 1984 και σήμερα έχει εξελιχθεί σημαντικά και φέρει την ονομασία BehavePlus(Andrews 2007) . Στη χώρα μας, έχουν δημιουργηθεί αντιπροσωπευτικά μοντέλα καύσιμης ύλης για τους κυριότερους δασικούς τύπους από τους Δημητρκόπουλος και άλλοι (2001), και Dimitrakopoulos(2002) τα οποία μπορούν να χρησιμοποιηθούν με το BehavePlus. Όμως, η αξιοπιστία των παραπάνω δεν είναι γνωστή ώστε να χρησιμοποιηθούν επιχειρησιακά καθώς δεν έχει γίνει αξιολόγησή τους σε σύγκριση με πραγματικές παρατηρήσεις συμπεριφοράς πυρκαγιών στη χώρα μας. Η παρούσα εργασία είχε ακριβώς σαν στόχο τη συλλογή παρατηρήσεων συμπεριφοράς πυρκαγιών ώστε να γίνει δυνατή η σύγκριση με προβλέψεις του BehavePlus και να αξιολογηθεί η αξιοπιστία τους. Οι μεγάλες πυρκαγιές του 2007 αποτέλεσαν την ιδανική, αν και τραγική, ευκαιρία για συλλογή των απαραίτητων στοιχείων. Η όλη προσπάθεια και τα αποτελέσματά της περιγράφονται παρακάτω τόσο όσον αφορά στην μοντελοποίηση των πυρκαγιών όσο και στην γενικότερη εικόνα του τρόπου με τον οποίο αυτές εξαπλώθηκαν.
Υλικά και μέθοδοι
Κατά την αντιπυρική περίοδο του έτους 2007, και συγκεκριμένα από τον Ιούνιο έως τον Σεπτέμβριο του 2007, τεκμηριώθηκαν δώδεκα δασικές πυρκαγιές σε Αττική, Κορινθία, Αχαΐα, Ηλεία, Αρκαδία και Μεσσηνία, για τις οποίες διανύθηκαν περίπου 12.500 km, κυρίως με μοτοσικλέτα, και απαιτήθηκαν 750 ώρες εργασίας στο πεδίο (Πίνακας 1). Η τεκμηρίωση των πυρκαγιών έγινε με βάση προσχεδιασμένο πρωτόκολλο, λαμβάνοντας πάντοτε υπόψη την ανάγκη αυτοπροστασίας του παρατηρητή. Για κάθε πυρκαγιά μετρήθηκε ο ρυθμός εξάπλωσης (ROSobserved) και το μήκος φλόγας (FLobserved) και επισημάνθηκαν κρίσιμα ποιοτικά χαρακτηριστικά της συμπεριφοράς τους όπως ο τύπος δασικής πυρκαγιάς, η πιθανή μετάδοση με κάφτρες, η πιθανή εκδήλωση εκρηκτικής συμπεριφοράς, η εξέλιξη σε στενή κοιλάδα ή φαράγγι, κ.α.. Ταυτόχρονα, μετρήθηκαν και καταγράφηκαν οι μετεωρολογικές συνθήκες που επικρατούσαν και τεκμηριώθηκαν οι δασικοί τύποι βλάστησης και το γεωμορφολογικό ανάγλυφο των περιοχών όπου εξαπλώνονταν η πυρκαγιά. Ιδιαίτερα για τις περιπτώσεις μελέτης των μέγα-πυρκαγιών, το σύνολο των δεδομένων που αποκτήθηκε από τις πολυήμερες εργασίες πεδίου κατά τη διάρκεια της εξέλιξής τους, εμπλουτίστηκε επιπλέον με χρήσιμες πληροφορίες που καταγράφηκαν κατά τη διάρκεια επισκέψεων στις πυρόπληκτες περιοχές, μετά την κατάσβεση των πυρκαγιών. Κατά τις επισκέψεις αυτές δόθηκε ιδιαίτερη έμφαση στις μαρτυρίες του τοπικού πληθυσμού και των στελεχών δημοσίων φορέων και υπηρεσιών, πρακτική η οποία εφαρμόζεται διεθνώς σε ανάλογες περιπτώσεις (Byram1954). Οι πληροφορίες αυτές ήταν σχετικά εύκολο να αξιολογηθούν, λόγω της συνολικής αντίληψης που είχε αποκτηθεί από τις πολυήμερες εργασίες πεδίου σε πολλά διαφορετικά σημεία όταν οι πυρκαγιές εξελίσσονταν.
Πίνακας 1: Οι δώδεκα τεκμηριωμένες δασικές πυρκαγιές του 2007. Table 1: The twelve documented forest firesof 2007.
Ειδικότερα, στο πεδίο μετρήθηκαν και καταγράφηκαν οι ακόλουθες μεταβλητές: α) ROSobservedσε km/hτου μετώπου ή διακριτών δακτύλων της πυρκαγιάς και FLobservedσε m, β) η θερμοκρασία αέρα T σε oC με τη χρήση ηλεκτρονικού θερμομέτρου, γ) η σχετική υγρασία αέρα (RH %) με τη χρήση ηλεκτρονικού υγρομέτρου, δ) η ταχύτητα και οι ριπές του ανέμου (km/h) με τη χρήση ηλεκτρονικού ανεμομέτρου, ε) η διεύθυνση ανέμου σε μοίρες από τον Βορρά με χρήση πυξίδας, στ) το είδος βλάστησης και στοιχεία τοπογραφίαςόπως κλίση και έκθεση του γεωμορφολογικού ανάγλυφου, ζ) κρίσιμα ποιοτικά χαρακτηριστικά της συμπεριφοράς των πυρκαγιών στο σύνολό τους ή σε τμήματα αυτών όπως: η πιθανή μετάδοση με κάφτρες, η εξέλιξη σε στενή κοιλάδα, διάσελο ή κλειστό φαράγγι, ο τύπος πυρκαγιάς (παθητική, ενεργή, ανεξάρτητη κώμης ή επιφάνειας), η εμφάνιση εκρηκτικής συμπεριφοράς, η) το αν η μέτρηση αφορούσε σε εξάπλωση πυρκαγιάς κατά την διεύθυνση του ανέμου ή πλάγια και αντίθετα με αυτήν θ) γενικά στοιχεία όπως οι ενέργειες και τα μέσα πυρόσβεσης, καθώς και οι συνθήκες που χαρακτήριζαν την κάθε περίπτωση (π.χ. μερική οριοθέτηση περιμέτρου, θέσεις αναζωπυρώσεων, αδυναμία ελέγχου, ύπαρξη ή όχι πεζοπόρων τμημάτων, συμμετοχή ή όχι των κατοίκων στην πυρόσβεση, κλπ). Σχετικά με τις μετρήσεις των τιμών ROSobserved, με τη χρήση GPS ορειβατικού τύπου (GarminetrexSummit) καταγράφονταν οι γεωγραφικές συντεταγμένες της θέσης του παρατηρητή και με τη χρήση πυξίδας καταγράφονταν τα διαδοχικά οριζόντια αζιμούθια παρατήρησης κατά τη διάρκεια της φωτογράφησης ή της μαγνητοσκόπησης της εξέλιξης της πυρκαγιάς. Έτσι υπήρχε η δυνατότητα εύρεσης των στόχων των φωτογραφικών στιγμιοτύπων και εντοπισμού των στον χάρτη. Το φωτογραφικό και μαγνητοσκοπημένο υλικό τιτλοδοτήθηκε με την ώρα και την ημερομηνία λήψης του. Γνωρίζοντας τις ακριβείς θέσεις των μετώπου της πυρκαγιάς ανά χρονικές στιγμές (AlexanderandThomas, 2003a), υπολογίστηκε στο γραφείο, στο περιβάλλον του λογισμικού ΓΠΣ που χρησιμοποιήθηκε, ο πραγματικός ρυθμός εξάπλωσής της πυρκαγιάς (ROSobserved). Σχετικά με τις μετρήσεις των τιμών FLobserved, από την επεξεργασία των ψηφιακών φωτογραφιών με απλές τεχνικές επίγειας φωτογραμμετρίας εξήχθη αξιόπιστη μετρική πληροφορία των φυσικών αντικειμένων του περιβάλλοντος, άρα και του μήκους και ύψους φλόγας. Τα στοιχεία αυτά εισήχθησαν στη βάση δεδομένων που δημιουργήθηκε και θα χρησιμοποιηθούν για μελλοντική ανάλυση. Οι μετεωρολογικές συνθήκες μετρήθηκαν με τη χρήση του ηλεκτρονικού μετεωρολογικού οργάνου Thermo – AnemometerHygrometerModelNo. AM4205 (με σφάλμα έως 0.1ο C για τιμές Tαπό 0 έως 50ο C, 0.1 % για τιμές RHαπό 10 έως 95 % και 0.1 km/h για τιμές ταχύτητας ανέμου από 1.4 έως 90 km/h). Σχετικά με το βαθμό επίδρασης των μεγάλων δασικών πυρκαγιών στις επί τόπου μετρούμενες μετεωρολογικές συνθήκες, διακρίνονται δύο περιπτώσεις: α) μετρήσεις που έγιναν από θέσεις εκτός των περιμέτρων και στα πλάγια της εξάπλωσης των πυρκαγιών όπου η επίδραση της πυρκαγιάς στις μετεωρολογικές συνθήκες ήταν μικρή ή αμελητέα και β) μετρήσεις που έγιναν μπροστά από τα μέτωπα των πυρκαγιών ή εντός των καμένων εκτάσεων οι οποίες είναι πιθανόν να αποκλίνουν των πραγματικών μετεωρολογικών συνθηκών που επικρατούσαν. Το σύνολο των μετρήσεων και των πληροφοριών αποθηκεύονταν με αφήγηση, σε πραγματικό χρόνο, σε ψηφιακό καταγραφέα φωνής καθώς ήταν διαρκής η ανάγκη μετακίνησης και επιλογής νέων θέσεων. Η καταγραφή πεδίου ακολουθήθηκε από εισαγωγή των δεδομένων σε Γεωγραφικό Σύστημα Πληροφοριών (ΓΣΠ) (λογισμικό ArcGIS 9.2 ArcView Single User της ESRI) και τη δημιουργία χαρτών λεπτομερών χρονικών εξέλιξης της κάθε πυρκαγιάς. Έτσι δημιουργήθηκε μία μικρή μελέτη περίπτωσης (casestudy) για κάθε πυρκαγιά. Στη συνέχεια ακολούθησε η δημιουργία μιας συνολικής βάσης δεδομένων η οποία και αναλύθηκε. Μερικά από τα επίπεδα πληροφορίας που δημιουργήθηκαν στο ΓΣΠ ήταν: α) τα σημεία έναρξης των πυρκαγιών, β) οι κατά προσέγγιση καμένες εκτάσεις ανά ημέρα (με μέγεθος εικονοστοιχείου 300 περίπου m) για τις πυρκαγιές που εξελίχθηκαν για δύο ή περισσότερες ημέρες (που προέκυψαν από το συνδυασμό χαρτών, δορυφορικών εικόνων χαμηλής διακριτικής ικανότητας του συστήματος FIRMS του Πανεπιστημίου του Maryland, ΗΠΑ, το οποίο αξιοποιεί δορυφορικές εικόνες του αισθητήρα MODIS Rapid Response System της NASA, καταγραφών πεδίου και μαρτυριών), γ) οι συνολικά καμένες εκτάσεις (με μέγεθος εικονοστοιχείου 10 περίπου m) χωρίς την αποτύπωση του συνόλου των άκαυτων νησίδων (από χάρτες των Sertithttp://130.79.72.201/documents/greece_2007/greece_2007.html και Environethttp://www.wwf.gr/storage/additional/ParnithPosterBig.jpg, δ) τα σημεία – στάσεις μετρήσεων κατά την εξάπλωση των πυρκαγιών, ε) τα οριζόντια αζιμούθια παρατήρησης, στ) οι θέσεις των μετώπων, ζ) ο ROSobserved μετώπων και δακτύλων πυρκαγιάς, η) οι περιοχές μετάδοσης των πυρκαγιών με κάφτρες, θ) οι περιοχές εφαρμογής αντιπυρός, ι) οι περιοχές όπου διαφορετικές δασικές πυρκαγιές ενώθηκαν σε μία κλπ.
Οι μετρήσεις έγιναν σε πυρκαγιές επιφάνειας και σε κώμης (παθητικές, ενεργέςκαιανεξάρτητες), σεαείφυλλα πλατύφυλλα {μακία βλάστηση [π.χ. σχίνος (Pistacialentiscus), πουρνάρι (Quercuscoccifera), φιλλύκι (Phillirealatifolia), κουμαριά (Arbutusunedo), κ.α.]}, χόρτα, πόες, φρύγανακαισεδάσηχαλεπίουπεύκηςκαιελάτης. Από το σύνολο των μετρήσεων, έγινε επιλογή 70 που αφορούσαν σε εξάπλωση δασικών πυρκαγιών χωρίς πυροσβεστική παρέμβαση, δηλαδή σε πραγματική συμπεριφορά πυρκαγιάς και στη συνέχεια επιλέχθηκαν 42 από αυτές που αφορούσαν σε εξάπλωση πυρκαγιάς σε είδη βλάστησης που μπορούν να αντιπροσωπευτούν από έναν μόνο δασικό τύπο βλάστησης. Οι υπόλοιπες 28 μετρήσεις (με Local=0) ήταν μέσες τιμές ROSobserved πυρκαγιάς η οποία διέτρεξε διαφορετικούς τύπους βλάστησης (με διαφορετική τιμή ROS ανά διαφορετικό τύπο βλάστησης). Οι 20 από τις 42 μετρήσεις ROSέλαβαν χώρα σε υπόροφο αείφυλλων πλατύφυλλων και σε αυτές εστιάστηκε, σε πρώτη φάση, ο έλεγχος της δυνατότητας προβλέψεων με το BehavePlus. Στις 20 αυτές μετρήσεις περιλαμβάνονται τόσο πυρκαγιές σε θαμνώνες αείφυλλων πλατύφυλλων χωρίς ανώροφο όσο και παθητικές πυρκαγιές κόμης σε πευκοδάση χαλεπίου πέυκης με υπόροφο αείφυλλων πλατύφυλλων θάμνων. Στις τελευταίες ο ρυθμός εξάπλωσης καθορίζεται από την ταχύτητα διάδοσης της φωτιάς στον υπόροφο καθώς κόμες ανάβουν σποραδικά χάρη στη θερμότητα της καύσης του υπορόφου αρκετά μέτρα πίσω από το μέτωπο (VanWagner, 1977). Για το δείγμα των 20 μετρήσεων, η μέγιστη παρατηρηθείσα τιμή ταχύτητας εξάπλωσης της φωτιάς (ROSobserved) ήταν 11,2 km/h, η ελάχιστη 0,2 km/h και η μέση 3,48 km/h. Στη συνέχεια, με το σύστημα BehavePlus(v. 3.0.2), υπολογίστηκαν τιμές ταχύτητας εξάπλωσης της πυρκαγιάς επιφανείας (ROSestimated) που αντιστοιχούσαν στις συνθήκες που επικρατούσαν κατά τη διάρκεια των παρατηρήσεων. Σε σχέση με τη βλάστηση, ως δεδομένο εισόδου χρησιμοποιήθηκε το μοντέλο καύσιμης ύλης «Θαμνώνες αείφυλλων πλατύφυλλων II (ύψος 1,5 έως 3 m)» Δημητρακόπουλος και άλλοι (2001), Dimitrakopoulos (2002) με μικρές τροποποιήσεις. Ειδικότερα, το βάρος του ξηροφυλλοτάπητα (litter) – 3,38 t/ha προστέθηκε στο βάρος των λεπτών δασικών καυσίμων της μίας ώρας (1 h) – 14,5 t/ha - οπότε το βάρος των δασικών καυσίμων της 1 h ‘1-h Fuel Load’ υπολογίστηκε σε 17,88 t/ha. Ως ύψος των δασικών καυσίμων ‘Fuel Bed Depth’, αντί του ύψους των 2,18 μ, που δίδεται στο μοντέλο του Δημητρακόπουλου (2002), χρησιμοποιήθηκε η τιμή 1,5 m ως αντιπροσωπευτικότερη των παρατηρήσεων πεδίου. Ως περιεχόμενο ποσοστό υγρασίας στην νεκρή καύσιμη ύλη πάνω από το οποίο παύει η μετάδοση της φωτιάς (Dead Fuel Moisture of Extinction) ορίστηκε εμπειρικά η τιμή 25% και ως περιεχόμενη θερμότητα στα δασικά καύσιμα (Fuel Heat Content) ορίστηκε η τιμή 20.000 kJ/kg.
Αποτελέσματα
Τα είκοσι ζεύγη τιμών παρατηρήσεων πεδίου (ROSobserved) και εκτιμήσεων του BehavePlus (ROSestimated) που αφορούσαν την εξάπλωση πυρκαγιάς, αναλύθηκαν με γραμμική παλινδρόμηση χρησιμοποιώντας το λογισμικό SPSS(v. 10.0). Από την ανάλυση προέκυψε η ακόλουθη εξίσωση: ROSestimated=0.5246 + 0.9737 * ROSobserved, μεadj. R2 = 0.931 καιp-valueΗ σταθερά της εξίσωσης δεν είναι στατιστικά σημαντική (p-value=0,103). Ωστόσο, η τιμή της (0,52) είναι πολύ κοντά στο μηδέν ένδειξη ότι οι εκτιμώμενες τιμές είναι σχετικά κοντά με τις παρατηρηθείσες. Αυτό επιβεβαιώνεται από την τιμή του συντελεστή που ορίζει την κλίση της ευθείας (0,97), που είναι σχεδόν ίσος με την μονάδα και που είναι στατιστικά σημαντικός (p-value
Συζήτηση – Συμπεράσματα Μοντελοποίηση της εξάπλωσης πυρκαγιών Οι συνθήκες που επικράτησαν κατά το θέρος του 2007 ήταν σαφώς πολύ δύσκολες και έδωσαν πυρκαγιές με ακραία συμπεριφορά. Οπωσδήποτε δεν δίνεται συχνά η ευκαιρία για τη συλλογή παρατηρήσεων σε τέτοιες συνθήκες. Μάλιστα, η αδυναμία του πυροσβεστικού μηχανισμού να ανταποκριθεί στις πολλές και ταυτόχρονες πυρκαγιές έδωσε την ευκαιρία για παρατηρήσεις σε πυρκαγιές στις οποίες δεν υπήρχε καθόλου πυροσβεστική παρέμβαση. Οι 20 μετρήσεις έλαβαν χώρα κατά την πολυήμερη εξάπλωση πραγματικών δασικών πυρκαγιών επιφάνειας σε αείφυλλα πλατύφυλλα σε περιοχές ποικίλων μορφολογικών κλίσεων και σε ευρύ φάσμα μετεωρολογικών συνθηκών το οποίο αντιπροσωπεύει σε μεγάλο βαθμό τις πραγματικές συνθήκες που επικρατούν για μεγάλα χρονικά διαστήματα τους καλοκαιρινούς μήνες στην Ελλάδα, καθιστώντας έτσι τα αποτελέσματα της ανάλυσης ιδιαίτερα σημαντικά: η σχετική υγρασία του αέρα κυμάνθηκε από 19 έως 60 %, η θερμοκρασία του αέρα από 21 έως 44 οC, η ταχύτητα του ανέμου από 2 έως 22 km/h και η μορφολογική κλίση από 0 έως 120 %. Η χρήση του ελαφρά τροποποιημένου δημοσιευμένου μοντέλου καύσιμης ύλης “Θαμνώνες αείφυλλων πλατύφυλλων II (ύψος 1,5 έως 3 m)” του Δημητρακόπουλου (2002) - ως δεδομένο εισόδου στο σύστημα πρόγνωσης BehavePlus, οδήγησε στον υπολογισμό εκτιμώμενων τιμών ρυθμού εξάπλωσης πυρκαγιάς, ικανοποιητικής ακρίβειας και φάνηκε πως ο υπόροφος αείφυλλων πλατύφυλλων αντιπροσωπεύτηκε ικανοποιητικά από το ομώνυμο μοντέλο καύσιμης ύλης. Παρόλο που περαιτέρω έλεγχος της αξιοπιστίας του μοντέλου καύσιμης ύλης είναι αναγκαίος, με δοκιμή του πρωτότυπου μοντέλου και άλλων τροποποιήσεων, αλλά και με τη χρήση περισσότερων παρατηρήσεων που θα καλύπτουν μεγαλύτερο φάσμα τιμών των περιβαλλοντικών συνθηκών, τα αποτελέσματα της ανάλυσης επιτρέπουν την εξαγωγή του βασικού συμπεράσματος ότι ο συνδυασμός του BehavePlusμε το μοντέλο αυτό μπορεί να εκτιμήσει με ικανοποιητική ακρίβεια τον ρυθμό εξάπλωσης πυρκαγιών επιφάνειας σε υψηλούς θαμνώνες αειφύλλων πλατύφυλλων. Οι πραγματικές τιμές του ρυθμού εξάπλωσης των δασικών πυρκαγιών που μετρήθηκαν σε διαφορετικούς τύπους δασικής βλάστησης (χόρτα, φρύγανα και δάση ελάτης) κατά την αντιπυρική περίοδο του 2007, έχουν εμπλουτιστεί με νέες μετρήσεις από τις αντιπυρικές περιόδους των ετών 2008 και 2009 και θα συνεχίσουν να εμπλουτίζονται, ώστε να επιτευχθεί στο άμεσο μέλλον μία πλήρης αξιολόγηση του συστήματος BehavePlusκαι των διαθέσιμων δημοσιευμένων μοντέλων καύσιμης ύλης για πρόβλεψη της συμπεριφοράς των δασικών πυρκαγιών στην Ελλάδα.
Οι τεκμηριωμένες πυρκαγιές του 2007 Από τις δώδεκα πυρκαγιές που τεκμηριώθηκαν, μόνο οι πυρκαγιές 2 και 5 του πίνακα 1 ελέγχθηκαν την ίδια ημέρα από τις πυροσβεστικές δυνάμεις. Η διάρκεια των υπόλοιπων πυρκαγιών ήταν από τρεις έως και εννέα ημέρες. Οι έξι δασικές πυρκαγιές που τεκμηριώθηκαν στην Πελοπόννησο τον Αύγουστο του 2007 ξέσπασαν σε χρονικό διάστημα 12 ½ ωρών μεταξύ τους και οι πέντε από αυτές προκάλεσαν θανάτους πολιτών και πυροσβεστών. Στο σχήμα 3 παρουσιάζεται η εξάπλωσή τους ανά ημέρα από 24/08/2007 έως 01/09/2007. Στις περισσότερες περιπτώσεις, τα χαρακτηριστικά της συμπεριφοράς και των δώδεκα πυρκαγιών, δεν επέτρεπαν την αντιμετώπισή τους με άμεση προσβολή καθώς ξεπερνούσαν τα όρια αντιμετώπισης από τις επίγειες δυνάμεις, ακόμα και από τα εναέρια μέσα. Σε πολλές περιπτώσεις, υπήρχε η δυνατότητα και ο διαθέσιμος χρόνος για αποψίλωση περιμετρικά των οικισμών κατά τις βραδινές ή πρωινές ώρες, αλλά σε πολλές από αυτές κάτι τέτοιο δε συνέβαινε από τους κατοίκους. Έτσι, τις μεσημβρινές ώρες (με την αύξηση της ταχύτητας του ανέμου και της θερμοκρασίας και την ταπείνωση της τιμής της σχετικής υγρασίας του αέρα) εμφανίζονταν διαδοχικές αναζωπυρώσεις σε περιοχές των περιμέτρων των πυρκαγιών, οι οποίες εξελίσσονταν και ενώνονταν μεταξύ τους καταστρέφοντας περισσότερες δασικές εκτάσεις, καλλιέργειες και υποδομές και παγιδεύοντας ολοένα και περισσότερους οικισμούς, οι οποίοι - απουσία στοιχειώδους προετοιμασίας – καίγονταν. Σημαντικό ρόλο διαδραμάτισε η αλλαγή διεύθυνσης των ανέμων την 26η Αυγούστου. Από βορειοανατολική μετατράπηκε σε βορειοδυτική και κατά τόπους δυτική, μετατρέποντας τα νοτιοανατολικά και νότια τμήματα των περιμέτρων των πυρκαγιών σε νέα μέτωπα. Από την άλλη μεριά, ακριβώς λόγω αυτής της αλλαγής στη διεύθυνση του ανέμου, κατά την 26η Αυγούστου υπήρχαν μεγάλα χρονικά διαστήματα νηνεμίας όπου, σε πολλές περιπτώσεις, δίνονταν ευκαιρία ελέγχου. Τις δύο πρώτες ημέρες (24 και 25/08/2007), ο γρήγορος ρυθμός διεύρυνσης των περιμέτρων των πυρκαγιών δεν επέτρεπε την οριοθέτησή τους, υπήρχε διαρκής κίνδυνος εγκλωβισμού πολιτών και πυροσβεστικών δυνάμεων ενώ ο καπνός και τα αέρια από την καύση δυσχέραιναν σημαντικά την αναπνοή στην ευρύτερη περιοχή της δυτικής, κεντροδυτικής Πελοποννήσου. Έτσι, οι προσπάθειες πυρόσβεσης περιορίστηκαν στις περιοχές οι οποίες μπορούσαν να προσεγγιστούν. Την 24η και την 25η Αυγούστου, κατά τις κρίσιμες ώρες από το μεσημέρι έως αργά το απόγευμα, η μέση τιμή της περιεχόμενης υγρασίας στα λεπτά νεκρά δασικά καύσιμα της μιας ώρας, ήταν 5 % και η ταχύτητα του ανέμου κυμάνθηκε από 5 έως 40 km/h. Έτσι, για τις περιοχές στις οποίες η βλάστηση μπορεί να αντιπροσωπευτεί αξιόπιστα από το τροποποιημένο μοντέλο καύσιμης ύλης αείφυλλων πλατύφυλλων και για μέση μορφολογική κλίση 7 % παρουσιάζονται με τη βοήθεια του BehavePlus 3.0.2 οι τιμές ρυθμού εξάπλωσης και μήκους φλόγας της πυρκαγιάς που στην πλειοψηφία των περιπτώσεων ξεπερνούσαν τα 3 km/hκαι τα 10 m, αντίστοιχα (σχήμα 4). Από τα παραπάνω φαίνεται ότι εκτός από την αδυναμία άμεσης προσβολής πυρκαγιάς με τέτοια συμπεριφορά, επιπλέον, ήταν αδύνατη η διαφυγή κάποιου ανθρώπου ο οποίος θα βρισκόταν πεζός κοντά στο μέτωπο. Η μετάδοση των πυρκαγιών με κάφτρες που τεκμηριώθηκε σε πολλές περιπτώσεις, δυσχέραινε ακόμη περισσότερο την κατάσταση, αυξάνοντας εξαιρετικά τις πιθανότητες εγκλωβισμού. Εκτός από το τραγικό δυστύχημα στην Αρτέμιδα όπου εγκλωβίστηκαν 23 πολίτες και πυροσβέστες (Xanthopoulosetal. 2009), κάτι τέτοιο συνέβη σε απόσταση μόλις 350 m νότια του Λεονταρίου Αρκαδίας, στα ανάντη του οικισμού Καλύβια, όπου τέσσερεις άνθρωποι εγκλωβίστηκαν από την πυρκαγιά και έχασαν τη ζωή τους, έχοντας λανθασμένα επιλέξει να διαφύγουν οδικώς από το Λεοντάρι (Αθανασίου, 2008). Η μελέτη και τεκμηρίωση των δασικών πυρκαγιών βοηθούν στην κατανόηση της συμπεριφοράς της φωτιάς, συνεπώς στην ασφαλή και αποτελεσματική διαχείρισή τους (Countryman 1972). Η σπουδαιότητα της ύπαρξης αρχείου τεκμηριωμένων πυρκαγιών ("casestudiesorhistoriesofwildlandfires”) έχει πολλάκις υπογραμμιστεί από στελέχη Πυροσβεστικών Υπηρεσιών και ειδικούς ερευνητές (π.χ. (Alexander and Thomas 2003b, Byram 1960, Turneretal. 1961, Thomas 1994). Τα αρχεία αυτά μπορούν να χρησιμοποιηθούν ως εκπαιδευτικά βοηθήματα αλλά και ως πηγή δεδομένων για ερευνητικούς σκοπούς (Chandler, 1976).
Ευχαριστίες Η έρευνα αυτή σχεδιάστηκε και υλοποιήθηκε στα πλαίσια της μεταπτυχιακής διατριβής του πρώτου συγγραφέα και του ερευνητικού έργου με τίτλο «Τυποποίηση και μεθοδολογία διαχείρισης δασικών καυσίμων στην Αττική» του Ινστιτούτου Μεσογειακών Δασικών Οικοσυστημάτων και Τεχνολογίας Δασικών Προϊόντων του Εθνικού Ιδρύματος Αγροτικής Έρευνας. Το έργο αυτό υλοποιήθηκε στο πλαίσιο του περιφερειακού επιχειρησιακού προγράμματος Αττικής και συγχρηματοδοτήθηκε, μέσω της Γενικής Γραμματείας Έρευνας και Τεχνολογίας (έργο ΑΤΤ_63), κατά 70% από την Ευρωπαϊκή Ένωση - Ευρωπαϊκό Ταμείο Περιφερειακής Ανάπτυξης (ΕΤΠΑ). Για την κατασκευή των χαρτών εξέλιξης των πυρκαγιών χρησιμοποιήθηκε καιμέρος των στοιχείων τα οποία είχαν συλλεχθεί μετά το πέρας των πυρκαγιών στον Νομό Ηλείας, από τον κ. Νίκο Ζηρογιάννη οικονομολόγο, στα πλαίσια της εκπόνησης της μεταπτυχιακής του διατριβής, τον οποίον ευχαριστούμε.
Fire behavior of the large fires of 2007 in Greece Miltiadis Athanasiou1, Gavriil Xanthopoulos2 1 Environmentalscientist – M.Sc. Prevention and Management of Natural Disasters 8 Thoma Paleologou st., 13673Acharnes, e-mail: Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από κακόβουλη χρήση. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε την Javascript για να τη δείτε. 2National Agricultural Research Foundation, Greece Inst. of Mediterranean Forest Ecosystems & Forest Products Technology E-mail: Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από κακόβουλη χρήση. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε την Javascript για να τη δείτε.
Abstract This paper concerns on site observations and measurements of wildland fire behavior characteristics during the 2007 fire season in Greece. The values of the environmental variables, present at the time of the start and during the spread of these fires, as well as topography and forest fuels were measured and recorded in the field. Additional information, gathered after the wildfires were over, was also utilized. Consequently, detailed case studies were generated and a total of 70 fire spread observations were recorded and inserted into a database. For 20 of these observations, concerning rate of fire spread in evergreen schlerophyllous shrubs, estimated values of surface rate of spread were obtained using the BehavePlus fire behavior prediction system, utilizing a slightly modified published fuel model (Dimitrakopoulos et al. 2001, Dimitrakopoulos, 2002) for “evergreen-schlerophyllous shrublands (maquis) (1.5 - 3 m)” for Greece. Analysis of these data were showed that the estimated values of surface fire rate of spread (ROSestimated(surface) were correlated quite well with actual values that were measured in the field (ROSobserved). The fuel model for evergreen sclerophyllous shrublands, that was tested, is judged as performing quite well and can be used reliably for surface fire behavior prediction with the BehavePlus system. Further examination in a wider range of conditions is, of course, desirable in order to improve confidence and broaden possible operational uses.
Βιβλιογραφία Alexander, M.E., Thomas D.A., 2003a. Wildland Fire Behavior Case Studies and Analyses: Other Examples, Methods, Reporting Standards, and Some Practical Advice. Fire Management Today, 63 (4): 4-12. Alexander, M.E., Thomas D.A., 2003b. Wildland Fire Behavior Case Studies and Analyses: Value, approaches, and practical uses. Fire Management Today, 63(3): 4-8. Αθανασίου, Μ., 2008. Συμπεριφορά Δασικών Πυρκαγιών στην Ελλάδα: Χαρακτηριστικά και Πρόγνωση. Μεταπτυχιακή Διατριβή Ειδίκευσης. Διατμηματικό Πρόγραμμα Μεταπτυχιακών Σπουδών ‘Πρόληψη και Διαχείριση Φυσικών Καταστροφών’, Τμήμα Γεωλογίας και Γεωπεριβάλλοντος του Εθνικού & Καποδιστριακού Πανεπιστημίου Αθηνών και Τμήμα Γεωπληροφορικής και Τοπογραφίας του Tεχνολογικού Εκπαιδευτικού Ιδρύματος Σερρών. Σελ 140. Andrews, P.L., 2007. BehavePlus fire modeling system: Past, present, and future. In Proceedings of 7th Symposium on Fire and Forest Meteorological Society. 23-25 October 2007, Bar Harbor, Maine. Burgan, R.E., Rothermel, R.C. 1984. BEHAVE: fire behavior prediction and fuel modelling system—FUEL subsystem. Gen. Tech. Rep. INT-167. Ogden, UT: U.S. Department of Agriculture, Forest Service, Intermountain Forest and Range Experiment Station. 126 p. Byram, G.M., 1954. Atmospheric conditions related to blowup fires. Stn. Pap. No. 35. Asheville, NC: USDA Forest Service, Southeastern Forest Experiment Station. [Reprinted as: National Fire Equipment System Publication NFES 2565 by the National Wildfire Coordinating Group, Boise, ID.] Byram, G.M., 1960. A problem analysis and proposed research program for the Southern Forest Fire Laboratory. Macon, GA: USDA Forest Service, Southeastern Forest Experiment Station, Southern Forest Fire Laboratory. Chandler, C.C., 1976. Meteorological needs of fire danger and fire behavior. In: Baker, D.H.; Fosberg, M.A., tech. coords. Proceedings of the Fourth National Conference on Fire and Forest Meteorology; 1976 November 16–18; St. Louis, MO. Gen. Tech. Rep. RM–32. Fort Collins, CO: USDA Forest Service, Rocky Mountain Forest and Range Experiment Station: 38–41. Countryman, C.M. 1972. The fire environment concept. Berkeley, CA: USDA Forest Service, Pacific Southwest Forest and Range Experiment Station. Δημητρακόπουλος, Α.Π., Mateeva, V., Ξανθόπουλος, Γ., 2001. Μοντέλα καύσιμης ύλης Μεσογειακών Τύπων βλάστησης της Ελλάδος. Γεωτεχνικά Επιστημονικά Θέματα ΓΕΩΤΕΕ. Σειρά VI, Τόμος 12(3): 192-206. Dimitrakopoulos, A.P., 2002, ‘MediterraneanfuelmodelsandpotentialfirebehaviourinGreece’, InternationalJournalofWildlandFire 11(2) 127 – 130. Rothermel, R.C., 1972. A mathematical model for predicting fire spread in wildland fuels. Res. Pap. INT-115. Ogden, UT: U.S. Department of Agriculture, Forest Service, Intermountain Forest and Range Experiment Station. 40 p. Scott, J. H., Reinhardt, E. D., 2001. Assessing crown fire potential by linking models of surface and crown fire behavior. Res. Pap. RMRS-RP-29. Fort Collins, CO: U. S. Department of Agriculture, Forest Service, Rocky Mountain Research Station. 59 p. Thomas, D. 1994. A case for fire behaviour case studies. Wildfire. 3(3): 45, 47. Turner, J.A., Lillywhite, J.W., Pieslak, Z., 1961. Forecasting for forest fire services. Tech. Note No. 42. Geneva, Switzerland: World Meteorological Organization. Van Wagner, C.E., 1977. Conditions for the start and spread of crown fire. CanadianJournal of Forest Research. 7: 23–34. Ξανθόπουλος, Γ., 1990. Δυνατότητες πρόβλεψης συμπεριφοράς της πυρκαγιάς στα δάση της Ελλάδας. Σελ. 199-203. Στα πρακτικά του Πανελληνίου Συνεδρίου της Ελληνικής Δασολογικής Εταιρείας, με θέμα "Δασοπονία και Περιφερειακή Ανάπτυξη", 7-9 Νοεμβρίου 1990, Καρπενήσι. 417 σελ. Xanthopoulos G., D. X. Viegas, and D. Caballero. 2009. The fatal fire entrapment accident of August 24, 2007, near the village of Artemida, Ilia, Greece. In proceedings of the 10th Wildland Fire Safety Summit, April 27-30, 2009, Phoenix, Arizona, USA (in press).
ΑΠΟ ΤΟ 14Ο ΣΥΝΕΔΡΙΟ ΤΗΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΔΑΣΟΛΟΓΙΚΗΣ ΕΤΑΙΡΕΙΑΣ (2009-ΕΠΙΛΕΓΜΕΝΕΣ ΕΙΣΗΓΗΣΕΙΣ)
Σχεδιασμός μέτρων και δράσεων για την προστασία και ανάδειξη του δάσους Θινών Βαρθολομιού Θ. Ζάγκας1, Δ. Καραμανώλης2, Δ. Ράπτης1, Ε. Μανώλης, Δ. Ζάγκας2, Μ. Μησιάκας, Χ. Δαμάσκος, Μ. Μιαούλης, και Θ. Ζάγκα
1 Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης, Σχολή Δασολογίας και Φυσικού Περιβάλλοντος, Εργαστήριο Δασοκομίας. e-mail. Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από κακόβουλη χρήση. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε την Javascript για να τη δείτε. 2 Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης, Σχολή Δασολογίας και Φυσικού Περιβάλλοντος, Εργαστήριο Διαχειριστικής.
Περίληψη Το Δάσος Βαρθολομιού είναι ένα τεχνητό δάσος το οποίο ιδρύθηκε από τη Δασική Υπηρεσία τις δεκαετίες 1950 και 1960, με σκοπό την προστασία των γεωργικών εκτάσεων και των οικισμών της περιοχής από την αιολικά μεταφερόμενη άμμο. Η περιοχή ανήκει φυτοκοινωνιολογικά στην ευμεσογειακή ζώνη βλάστησης (Quercetalia ilicis) στην υποζώνη του Oleoceratonion και στον αυξητικό χώρο Oleo-leutiscetum.Τα είδη από τα οποία συντίθεται το δάσος είναι: Pinushalepensis,Pinusbrutia, Pinuspinea, Pinus maritima, Acacia cyanophylla, Eucalyptus camaldulensis, Cupressus sempervirens, κλπ. Από τη διεξαχθείσα έρευνα στην περιοχή, διαπιστώθηκε ότι το δάσος κινδυνεύει από τις δασικές πυρκαγιές, αλλά και διάφορες δευτερογενείς προσβολές. Για το λόγο αυτό είναι απαραίτητη η λήψη των κατάλληλων μέτρων που θα ενισχύσουν την ασφάλεια και τη ζωτικότητα του δάσους. Λαμβάνοντας υπ’ όψη την αρχή της προστασίας, της αειφορίας, της συμβατότητας έργων και της οικονομικότητας προτείνονται τα απαραίτητα έργα και δράσεις τα οποία θα συμβάλλουν στην αποτελεσματική του προστασία αφ’ ενός και στην ανάδειξή του αφετέρου, προς όφελος της τοπικής αλλά και της ελληνικής κοινωνίας γενικότερα.
Λέξεις κλειδιά: Sustainable development, integrated management, artificial forests, sand dunes, stabilization
1. Εισαγωγή Η προστασία του φυσικού περιβάλλοντος αποτελεί κυρίαρχο ζήτημα στις μέρες μας. Αυτός είναι ο λόγος που το ενδιαφέρον των διεθνών οργανισμών, της Ευρωπαϊκής Ένωσης, των εθνικών οργανισμών, της Τοπικής Αυτοδιοίκησης αλλά και της κοινωνίας των πολιτών για την προστασία του περιβάλλοντος διαρκώς μεγαλώνει. Τα τελευταία χρόνια ο όρος ανάπτυξη κυριαρχεί παγκόσμια. Αυτό συμβαίνει και στη χώρα μας η οποία επιδιώκει βελτίωση των δεικτών ανάπτυξης σε όλους τους τομείς της οικονομίας, με ιδιαίτερη βαρύτητα στον τριτογενή τομέα. Σ’αυτή τη διαδικασία προτεραιότητα έχουν οι παραθαλάσσιες περιοχές τόσο της ηπειρωτικής όσο και της νησιωτικής χώρας. Δεν είναι όμως λίγες και οι ορεινές περιοχές που προσπαθούν να αναπτυχθούν κυρίως οικοτουριστικά (Ζάγκας 2007). Τα ερωτήματα όμως που τίθενται είναι αν η επιχειρούμενη αυτή ανάπτυξη είναι προς τη σωστή κατεύθυνση, εάν η πολιτική που ακολουθείται είναι η πρέπουσα, εάν τα μέσα τα οποία χρησιμοποιούνται είναι τα κατάλληλα, εάν αξιοποιούνται όλες οι δυνατότητες των περιοχών αυτών και τέλος εάν λαμβάνεται μέριμνα για την προστασία του φυσικού περιβάλλοντος και την αντοχή των όποιων επιλογών στο μέλλον (Wheeler 2004).Τα παραπάνω επισημαίνονται για το λόγο ότι η μέχρι σήμερα πολιτική δεν είναι προς τη σωστή κατεύθυνση αφού δεν προωθεί τον ολοκληρωμένο σχεδιασμό και την αειφόρο ανάπτυξη. Απεναντίας υπερτονίζει δυσανάλογα και επιλεκτικά μεμονωμένους τομείς, παραμερίζοντας διαχρονικές αξίες όπως είναι το ανεπανάληπτο φυσικό περιβάλλον και η πολιτιστική κληρονομιά αλλά και σημαντικές οικονομικές δραστηριότητες της ελληνικής υπαίθρου (παραγωγή προϊόντων υψηλής ποιότητας, οικοτεχνίας, λαϊκής τέχνης κ.λ.π) (Fennel 2004). Ο Δήμος Βαρθολομιού ευτύχησε να αποκτήσει στο παρελθόν ένα πρωτότυπο παγκόσμια τεχνητό δάσος το οποίο μετά από πολλούς κόπους και προβλήματα, εγκαταστάθηκε από τη Δασική Υπηρεσία στην ευρύτερη περιοχή των θινών. Κύριος σκοπός του δάσους ήταν η προστασία της περιοχής από τα προϊόντα της αιολικής διάβρωσης και πιο συγκεκριμένα η προστασία των γεωργικών εδαφών αλλά και των οικισμών και των κατοίκων τους από την αιολικά μεταφερόμενη άμμο. Η αξία του δάσους έγινε σύντομα αντιληπτή από τους κατοίκους της περιοχής αφού από τη μια στιγμή στην άλλη προστατεύτηκε αποτελεσματικά η γεωργική γη και αναβαθμίστηκε το περιβάλλον μέσα στο οποίο ζούσαν. Μέρος αυτού του δάσους καταστράφηκε από δασική πυρκαγιά το καλοκαίρι του 2007. Κύριο μέλημα της παρούσας έρευνας είναι η αποτελεσματικότερη προστασία του δάσους και του φυσικού περιβάλλοντος εν γένει στην ευρύτερη περιοχή και η αξιοποίησή του στη συνέχεια, με το σχεδιασμό και την εφαρμογή των απαραίτητων δράσεων (μέτρων) και την υλοποίηση των αναγκαίων έργων υποδομής. Σκοπός της παρούσας έρευνας είναι: - Η ανάλυση του ανθρωπογενούς και φυσικού περιβάλλοντος της περιοχής του δάσους των Θινών μέσω μιας κατά το δυνατόν λεπτομερούς περιγραφής όλων των συνιστωσών. - Η εκτίμηση της παρούσας κατάστασης από οικολογική άποψη, από υλωρική άποψη και από άποψη αξιοποίησης της περιοχής. - Ο σχεδιασμός δέσμης μέτρων και έργων για την προστασία της περιοχής από κάθε μορφής κίνδυνο αλλά και την αξιοποίησή της κατά τέτοιο τρόπο που η παρουσία του ανθρώπου θα αποβεί προς όφελος και όχι σε βάρος του φυσικού περιβάλλοντος της περιοχής και ιδιαίτερα των δασών της. - Η παρακολούθηση της φυσικής αναγέννησης στην πληγείσα από τις δασικές πυρκαγιές έκταση και η λήψη των απαραίτητων μέτρων για την ταχύτερη επανεγκατάσταση λειτουργικού δάσους.
2. Υλικά και μέθοδοι Περιοχή έρευνας Η περιοχή των Θινών Βαρθολομιού καλύπτει μια αρκετά μεγάλη αμμώδη έκταση μεταξύ της παραλίας του ομώνυμου Δήμου ( Νότιο Όριο) και των γεωργικά καλλιεργούμενων εκτάσεών του (Βόρειο Όριο).Το ανατολικό όριο των Θινών αποτελεί ο ποταμός Πηνειός και η αγροτική περιοχή του Δ.Δ. Καλυβίων ενώ το δυτικό όριο αποτελεί η αγροτική περιοχή του Δ.Δ. Λυγιάς και του οικισμού της Γλύφας. Στην έκταση αυτή εκτείνεται το Προστατευτικό-Αισθητικό δάσος των Θινών Βαρθολομιού το οποίο αποτελεί τμήμα του τεχνητού δάσους των Θινών Βαρθολομιού-Παλαιοχωρίου-Ροβιάτας-Σαβαλίων-Αμαλιάδας. Το δάσος αυτό προήλθε από έργα τεχνητής δάσωσης τα οποία ξεκίνησε η Δασική Υπηρεσία στην περιοχή το έτος 1954. Την υλοποίηση του έργου εμπνεύστηκε και έκανε πράξη ο αείμνηστος Δασολόγος Γιάννης Γκουράσας του οποίου η προτομή σε κεντρικό σημείο της περιοχής θα μας θυμίζει πάντα το πρωτοποριακό του εγχείρημα στην περιοχή. Το καλοκαίρι του 2007, δυστυχώς δεν γλίτωσε από τη λαίλαπα των δασικών πυρκαγιών στα δάση της Δυτικής Πελοποννήσου, ούτε το δάσος των Θινών Βαρθολομιού. Σημαντική έκταση του δάσους καταστράφηκε από τη φωτιά. Ευτυχώς παρατηρείται ικανοποιητική αναγέννηση και ελπίζουμε με τη λήψη των απαραίτητων προληπτικών μέτρων και μια συστηματικότερη διαχείριση του δάσους το κακό να σταματήσει εδώ. Η έκταση του δάσους Θινών Βαρθολομιού ανέρχεται σε 13.370 στρέμματα περίπου. Στην περιοχή έρευνας, δεν λειτουργεί για μεγάλο χρονικό διάστημα κάποιος μετεωρολογικός σταθμός ο οποίος θα μας έδινε λεπτομερείς πληροφορίες γι’ αυτήν. Πλησιέστερος στην περιοχή Μ.Σ. είναι αυτός της Ανδραβίδας. Με βάση τα στοιχεία αυτού του Μ.Σ. οι κλιματικές συνθήκες προσδιορίζονται ως εξής: Μέση ετήσια θερμοκρασία 17,8 C° Μέσο ετήσιο ύψος βροχής 744,5mm Μέση σχετική υγρασία 72% Από γεωλογική άποψη η περιοχή ανήκει στον Τεταρτογενή ή Καινοζωϊκό γεωλογικό αιώνα και στην Πλειστόκενη (Πλειστόκενο) διάπλαση ή Ανθρωπολογικό αιώνα (Διλούβια και Αλούβια). Στη διάρκεια του γεωλογικού αυτού αιώνα, σχηματίσθηκε από τις προσχώσεις του Πηνειού Ποταμού, η πεδιάδα της Αμαλιάδας κατ’ αρχήν και στη συνέχεια η περιοχή των Θινών. Πρόκειται δηλαδή για Νεογενείς εκτάσεις.
Ειδικότερα η περιοχή των Θινών δημιουργήθηκε από τη συνδυασμένη δράση της διαβρωτικής και παρασυρτικής ενέργειας των ρεόντων υδάτων της βροχής, της θάλασσας (κύματα) και του ανέμου (αιολική ενέργεια). Τα εδάφη της περιοχής είναι νέα χωρίς τη γνωστή εξέλιξη της εδαφογένεσης αξονικά, ολοσχερώς αμμώδη και ως εκ τούτου χωρίς ίχνος οργανικής ουσίας. Η περιοχή των Θινών Βαρθολομιού χαρακτηρίζεται από ήπιο ανάγλυφο και στις θέσεις όπου αυτή δεν είναι επίπεδη, οι υψομετρικές διαφορές οφείλονται στους μικρού ύψους αμμόλοφους οι οποίοι διαμορφώνουν ιδιαίτερης οικολογικής σημασίας μικροπεριβάλλοντα. Η ύπαρξη των μικρών αμμόλοφων και ιδιαίτερα των σταθεροποιημένων εντός της δασωθείσης περιοχής, συμβάλλουν στη δημιουργία ιδιαίτερης αξίας μικροπεριβαλλόντων. Η περιοχή των Θινών Βαρθολομιού ανήκει στην ευμεσογειακη ζώνη βλάστησης Quercetalia ilicis (παραλιακή, λοφώδης και υποορεινή περιοχή). Αν και η περιοχή κατατάσσεται στην υποζώνη του Quercion ilicis (υποζώνη αριάς) τα χαρακτηριστικά είδη της Pistacia lentiscus (Σχίνος), Olea europaea var. silvestris (Αγριελιά), Myrtus communis (Μυρτιά) κ.λ.π μας οδηγούν στην υποζώνη του Oleoceratonion και πιο συγκεκριμένα στον αυξητικό χώρο του Oleo-lentiscetum (Ντάφης 1973). Η χλωρίδα της περιοχής είναι αρκετά πλούσια λόγω της ποικιλίας των μικροπεριβαλλόντων τα οποία απαντώνται σε αυτή. Εκτός από τα αυτοφυή είδη, στην περιοχή έχουν εισαχθεί και αρκετά είδη ελληνικά και ξενικά, στα πλαίσια των προγραμμάτων αναδάσωσης τα οποία υλοποιήθηκαν στην περιοχή.
Αυτοφυή είδη
Η περιοχή χαρακτηρίζεται από μια σχετικά πλούσια πανίδα ως αποτέλεσμα της ποικιλίας βιοτόπων οι οποίοι περικλείονται εντός της περιοχής έρευνας ή γειτονεύουν με αυτή.
Μέθοδος έρευνας Για τη διεξαγωγή της παρούσας έρευνας έγινε λεπτομερής αναγνώριση της περιοχής και συλλέχθηκαν στοιχεία υπαίθρου το διάστημα Ιούνιος 2008-Μάιος 2009. Συγκεκριμένα, έγιναν οι παρακάτω εργασίες: - Χαρτογράφηση του δάσους, - Εντοπισμός επικίνδυνων τμημάτων - Δασοκομικοοικολογική ανάλυση του δάσους (Δασοκομική μορφή, Ζωτικότητα, Σταθερότητα), - Ανάλυση του τοπίου της περιοχής (Οπτική κυρίως, με βάση την Οπτική Απορροφητική Ικανότητα) και τα χαρακτηριστικά του. - Σχεδιασμός μέτρων και δράσεων για την προστασία και ανάδειξη του δάσους Θινών. Αποτελέσματα έρευνας Σύνθεση και δομή του δάσους Το εγχείρημα της ίδρυσης του δάσους ξεκίνησε το έτος 1954. Δοκιμάστηκαν πολλά είδη ιθαγενή και ξενικά εκ των οποίων τα σημαντικότερα τα οποία επικρατούν σήμερα είναι: Pinus maritima, Pinus halepensis, Pinus pinea, Pinus brutia, Acacia cyanophylla, Eucalyptus camaldulensis, Cupressus sempervirens. Οι συστάδες του δάσους εμφανίζουν κατά κανόνα αμιγή μορφή παρότι δεν είναι λίγες οι περιπτώσεις που τα παραπάνω είδη βρίσκονται σε μίξη δημιουργώντας εικόνες απαράμιλλης αισθητικής. Πιο χαρακτηριστικές είναι οι αντιθέσεις ειδών Πεύκης-Κυπαρισσιού, με χαρακτηριστικότερη αυτή της Κουκουναριάς-Κυπαρισσιού, αλλά και πλατύφυλλων- Κυπαρισσιού. Το δάσος στο μεγαλύτερό του μέρος συντίθεται από ομοιόμορφες ομήλικες συστάδες. Λόγω όμως του μεγάλου διαστήματος που διήρκεσαν οι αναδασώσεις και των ακραίων εδαφικών συνθηκών που επικρατούν στην περιοχή εμφανίζονται κατά θέσεις ανομήλικες συστάδες απρόσμενα υψηλής αισθητικής. Το δάσος εμφανίζει ασυνέχειες διακοπτόμενο από μικρότερα ή μεγαλύτερα διάκενα, γεγονός που του προσδίδει ανομοιομορφία, δημιουργεί αντιθέσεις, φυσικές γραμμές και κολπωτά κράσπεδα. Τα διάκενα αυτά αποτελούν μοναδικούς βιοτόπους για όλα τα είδη της πανίδας, αφού τα κράσπεδά τους έχουν τα χαρακτηριστικά των “οικότονων” που συνδυάζουν τη δυνατότητα εύρεσης τροφής αφ’ ενός και τη δυνατότητα κάλυψης και φωλιάσματος αφ’ ετέρου. Στην περιοχή ευδοκιμεί πληθώρα θάμνων οι οποίοι αποτελούν πολύτιμα λειτουργικά στοιχεία των οικοσυστημάτων της περιοχής, αλλά και σημαντικά στοιχεία αισθητικής του τοπίου. Σημαντικότεροι θάμνοι στην περιοχή είναι: Pistacia lentiscus, Myrtus communis, Rubus tomentosus, Nerium oleander, Phillyrea latifolia, Vitex agnus castus, Arundo donax, Smilax aspera, Juniperus phoenicea, Satureja thympra, Erica vecticillata, κ.α. Οι περισσότεροι από τους παραπάνω θάμνους εκτός από τον αισθητικό και τον οικολογικό ρόλο, έχουν μεγάλη συμβολή στη μελισσοκομία η οποία έχει έντονη δραστηριότητα στην περιοχή. Εκτίμηση κινδύνων Οι κίνδυνοι που απειλούν το δάσος Θινών Βαρθολομιού είναι: - Οι δασικές πυρκαγιές, - Οι ανεμοθλασίες και - Οι δευτερογενείς προσβολές από μύκητες και έντομα. Δασικές πυρκαγιές Οι δασικές πυρκαγιές είναι η μεγαλύτερη απειλή για το δάσος Θινών Βαρθολομιού. Για το λόγο αυτό θα πρέπει να ληφθούν όλα τα προληπτικά μέτρα για την αποφυγή κάποιας καταστροφικής πυρκαγιάς. Αυτό το οποίο συνέβη το 2007 δεν θα πρέπει επ’ ουδενί λόγο να επαναληφθεί. Τα μέτρα τα οποία θα πρέπει να ληφθούν είναι:
- Χαρτογράφηση και επισήμανση περιοχών αυξημένου ρίσκου, - Διαπαιδαγώγηση και εκπαίδευση του πληθυσμού, - Έργα μείωσης του κινδύνου που σχετίζεται με τη δασική καύσιμη ύλη (Δασοκομικοί χειρισμοί, Αντιπυρικές ζώνες, Δρόμοι, κλπ.), - Αντιμετώπιση ειδικών περιπτώσεων (δίκτυα μεταφοράς ηλεκτρικής ενέργειας, χώροι απόθεσης απορριμμάτων, εργασίες υπαίθρου, μελισσοκομία, κλπ.), - Τεχνικά έργα (υδατοπαροχές, δεξαμενές, πυροσβεστικοί κρουνοί, υδροστόμια, κλπ.), - Ανάπτυξη σταθερών μέσων ανίχνευσης πυρκαγιών (πυροφυλάκια, ηλεκτρονικά μέσα, κλπ).
- Ανίχνευση και οργάνωση συστήματος εντοπισμού και αναγγελίας πυρκαγιάς (πυροφυλάκια, μεταφερόμενες μονάδες, ευέλικτο πυροσβεστικό όχημα, τηλεπικοινωνίες, ασκήσεις ετοιμότητας), - Εκτέλεση και συντήρηση έργων, - Οργάνωση εθελοντών, - Έκδοση ημερήσιου χάρτη πρόβλεψης κινδύνου πυρκαγιάς, - Προληπτική απαγόρευση κυκλοφορίας, - Εναλλακτικές έξοδοι διαφυγής.
- Πρώτη προσβολή-Εκκένωση περιοχής, - Οργάνωση κατάσβεσης, - Τελική κατάσβεση-Φύλαξη αναζωπυρώσεων, - Αποκατάσταση πυρόπληκτων περιοχών.
Ανεμοθλασίες Ο κίνδυνος ανεμοθλασιών είναι υπαρκτός λόγω του ότι η περιοχή είναι παραθαλάσσια και ως εκ τούτου χαρακτηρίζεται από συχνούς και ισχυρούς ανέμους. Το δάσος σε πολλά σημεία έχει πολύ μεγάλη πυκνότητα, αφού ουδέποτε αραιώθηκε στο παρελθόν. Ως εκ τούτου τα δένδρα του χαρακτηρίζονται από υψηλό βαθμό λυγερότητας (πηλίκο H/D) και από μικρό μήκος κόμης, στοιχεία που κάνουν τα δένδρα ευαίσθητα στις ανεμοθλασίες (Burscel und Huss 1987, Ζάγκας 2000). Χρειάζεται επομένως να εφαρμοστούν άμεσα τα απαραίτητα δασοκομικά μέτρα. Από μετρήσεις μας στην περιοχή προκύπτει ότι η πλειονότητα των δένδρων Χαλεπίου και Τραχείας πεύκης είναι χαμηλής ζωτικότητας (Πιν. 1), ενώ ο κίνδυνος ανεμοθλασιών είναι πολύ μεγάλος ως αυξημένος για τα είδη πεύκης που φύονται στην περιοχή πλην της κουκουναριάς (Πιν. 2).
Δευτερογενείς προσβολές από μύκητες και έντομα Από τη δασοκομική έρευνα που διενεργήσαμε στην περιοχή προκύπτει ότι στις θέσεις εκείνες που η πυκνότητα του δάσους είναι μεγάλη η ζωτικότητα της πλειοψηφίας των δένδρων βρίσκεται σε κρίσιμα επίπεδα.
Πίνακας 1: Ποσοστά ανά κλάση ζωτικότητας σε πυκνές συστάδες Χαλεπίου, Τραχείας και Θαλασσίας πεύκης. Table 1: Percentage per vigor class in dense Aleppo, Calabrian and Maritime pine stands.
Από τον πίνακα 1 προκύπτει ότι στις συστάδες της Χαλεπίου και Τραχείας πεύκης η πλειονότητα των ατόμων είναι χαμηλής ζωτικότητας και άρα ο κίνδυνος δευτερογενών προσβολών είναι μεγάλος. Λίγο καλύτερα είναι τα πράγματα στις συστάδες Θαλασσίας πεύκης, αλλά και εκεί το 40% των ατόμων βρίσκονται σε κρίσιμη κατάσταση. Για το λόγο αυτό χρειάζεται συστηματική καλλιέργεια του δάσους με παράλληλη διευθέτηση του νεκρού υλικού το οποίο θα προκύψει.
Πίνακας 2: Αυξητικά χαρακτηριστικά των ειδών πεύκης που φύονται στο δάσος Θινών και κίνδυνος ανεμοθλασιών. Table 2: Growth characteristics of pine species located in sand-dune forest of Vartholomio in conjunction with wind-damage risk levels.
Σχεδιασμός και χωροθέτηση των απαραίτητων κατασκευών και έργων Για το σχεδιασμό και τη χωροθέτηση των απαραίτητων κατασκευών και έργων απαιτείται μια λεπτομερής ανάλυση και αναγνώριση των χαρακτηριστικών της περιοχής. Για το λόγο αυτό ερευνήθηκαν οι λεπτομέρειες και τα χαρακτηριστικά των επιμέρους περιοχών και η μορφή των παρεμβάσεων που είναι απαραίτητες για την αποτελεσματική προστασία καταρχήν της περιοχής και την αξιοποίησή της στη συνέχεια στο πνεύμα της ήπιας αειφόρου ανάπτυξης. Επομένως οι αρχές οι οποίες θα πρυτανεύσουν είναι: - Η αρχή της προστασίας των δασών και του φυσικού περιβάλλοντος γενικότερα. - Η αρχή της αειφορίας και της αειφόρου ανάπτυξης ειδικότερα. - Η αρχή της συμβατότητας των κάθε είδους κατασκευών με τα χαρακτηριστικά της περιοχής και - Η αρχή της οικονομικότητας. Κατόπιν αυτών, τα έργα τα οποία προτείνονται ως απαραίτητα για την αποτελεσματική προστασία και την ανάδειξη της περιοχής είναι: Δάσος θιμών - Κέντρο ενημέρωσης επισκεπτών. - Αμφιθέατρο πολλαπλών σκοπών. - Φύτευση κατά μήκος των αντιπυρικών λωρίδων διπλής σειράς κυπαρισσιών κατά τρόπο κυματοειδή με σκοπό την αύξηση της αντοχής των συστάδων έναντι των πυρκαγιών και την αισθητική τους βελτίωση. - Φύτευση αναδασωτέας έκτασης στην παραλία των Θινών με μεγάλα δένδρα. - Κατασκευή χώρου αναψυχής (υπαίθριου γεύματος). - Κατασκευή κτιρίου διοίκησης. - Κατασκευή παραθαλάσσιου μονοπατιού. - Κατασκευή τριών θέσεων θέας κατά μήκος του παραλιακού μονοπατιού. - Κατασκευή εξεδρών ψαρέματος μπροστά από τις θέσεις θέας. - Εγκατάσταση υδατοδεξαμενών πολλαπλών χρήσεων, υποστηριζόμενων από φωτοβολταϊκά και γεωτρήσεις. - Διάνοιξη δασοδρόμου στο Δυτικό τμήμα του δάσους κυρίως για λόγους αντιπυρικής προστασίας. - Κατασκευή δικτύου ποδηλατοδρόμων. - Υπογειοποίηση γραμμών μεταφοράς ηλεκτρικής ενέργειας, σε μήκος 2,0 χιλιομέτρων. - Στάσεις ποδηλάτων σε θέσεις όπου υπάρχει διαθέσιμο νερό. - Κατασκευή ενημερωτικών πινακίδων - Κατασκευή μακέτας του δάσους και τοποθέτησή της στο κέντρο ενημέρωσης επισκεπτών. - Οργάνωση σταθμού πυροπροστασίας. - Οργάνωση χώρων αθλοπαιδιών. - Ίδρυση μελισσοκομικού πάρκου. - Παρακολούθηση φυσικής αναγέννησης. Φυτώριο πλησίον Ιονικού Χωριού - Ανακαίνιση κτιρίων με σκοπό τη λειτουργία τους ως κέντρου περιβαλλοντικής ενημέρωσης. - Κατασκευή υπαίθριου αμφιθεάτρου. - Καθαρισμός της βλάστησης. - Ανακατασκευή-επισκευή περίφραξης. - Διαμόρφωση-κατασκευή εισόδου. - Διαμόρφωση χώρου αναψυχής (πλησίον της παραλίας Γλύφας) - Σχεδιασμός-κατασκευή χώρου στάθμευσης αυτοκινήτων και ποδηλάτων. - Καλλιέργεια περιβάλλοντος δάσους.
Συζήτηση-Συμπεράσματα
Από τα όσα αναφέρθηκαν προκύπτουν τα εξής: - Το δάσος Θινών Βαρθολομιού είναι ένα δάσος με τεράστιο οικολογικό και επιστημονικό ενδιαφέρον, τόσο σε εθνικό επίπεδο, όσο και διεθνώς. - Το γεγονός ότι ένα μεγάλο τμήμα του καταστράφηκε από δασική πυρκαγιά το καλοκαίρι του 2007 σημαίνει ότι το δάσος απειλείται με ολική καταστροφή. - Ο προστατευτικός και κοινωνικός ρόλος του δάσους είναι αδιαμφισβήτητος από ειδικούς και μη, αλλά κυρίως από την τοπική κοινωνία η οποία το αναγνωρίζει και ως το σημαντικότερο συστατικό του φυσικού περιβάλλοντος της περιοχής και ένα σημαντικό κεφάλαιο το οποίο θα πρέπει να αποδοθεί ανέπαφο στις μελλοντικές γενιές. - Η ανάγκη ολοκληρωμένης διαχείρισης του δάσους υπό το πρίσμα των αρχών της αειφορίας κρίνεται επιτακτική (Gordon 1993, Noss 1993, Ticknor 1993, Toman 1993). - Δεσπόζουσα θέση στο σύστημα αυτό διαχείρισης θα πρέπει να έχει η προστασία του δάσους από κάθε μορφής κίνδυνο και κυρίως από πυρκαγιές. - Τα μέτρα προστασίας στα οποία θα πρέπει να δοθεί η μεγαλύτερη βαρύτητα θα είναι τα προληπτικά. - Με δεδομένη την αποτελεσματική προστασία του δάσους θα πρέπει να υλοποιηθούν έργα υποδομής συμβατά με το χαρακτήρα της περιοχής και τις αρχές της αειφόρου ανάπτυξης. - Το δάσος θα πρέπει να αντιμετωπισθεί υπό το πρίσμα της ενεργού διαχείρισης με πρώτο στόχο την ενίσχυση της ασφάλειας έναντι πιθανών κινδύνων. - Παρακολούθηση της φυσικής αναγέννησης του δάσους και λήψη των απαραίτητων δασοκομικών μέτρων για την καλύτερη εξέλιξη των νεαρών συστάδων και την ταχύτερη επανεγκατάσταση του δάσους (Zagasetal. 2004, Tsitsonietal 2004). Βιβλιογραφία Burschel P., Huss J., 1987, Grundriss des Waldbaus, Verlag Paul Parey, Hamburg and Berlin (S. 352). Fennel D., 2003, Ecotourism, Second Edition, Routledge, London and N. York Ντάφης Σπ., 1973, Ταξινόμηση της δασικής βλάστησης της Ελλάδος, Επ. Επ. Γεωπονοδασολογικής Σχολής, Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης, Τόμος: 15/2: 75-91. NossR., 1993, Sustainableforestryorsustainableforests?, In: DefiningSustainableForestry, Eds. Aplet G., Johnson N., Olson J. and Sample A.: 17-43, Island Press, Washington, D.C., Covelo, California. Gordon C., 1993, Ecosystem management: An idiosyncratic overview, In: Defining Sustainable Forestry: Eds. Aplet G., Johnson N., Olson J. and Sample A.: 240-244, Island Press, Washington, D.C., Covelo, California. Ticknor W., 1993, Sustainable Forestry: Redefining the role of Forest Management, In: Defining Sustainable Forestry, Eds. Aplet G., Johnson N., Olson J. and Sample A.: 260-269, Island Press, Washington, D.C., Covelo, California. Toman M., 1993, Defining an Economics of Sustainable Forestry: General Concepts, In: Defining Sustainable Forestry, Eds. Aplet G., Johnson N., Olson J. and Sample A.: 270-279, Island Press, Washington, D.C., Covelo, California. Tsitsoni T., Ganatsas P., Zagas T., Tsakaldimi M., 2004, Dynamics of postfire regeneration of Pinus brutia Ten. In an artificial forest ecosystem of northern Greece, Plant Ecology 171: 165-174. Wheeler S., 2004, Planning for sustainability, Routledge, London and N. York. Zagas T., Ganatsas P., Tsitsoni T., Tsakaldimi M., 2004, Post-fire regeneration of Pinus halepensis Mill. Stands in the Sithonia Peninsula, northern Greece, Plant Ecology 171: 91-99. Planning measures and actions for the protection and promotion of the sand-dune forest of Vartholomio. Th. Zagas 1, D. Karamanolis 2, D. Raptis 1, Ε. Manolis, D. Zagas 2, Μ. Misiakas, C. Damaskos, M. Miaoulis and Th. Zaga. 1 Aristotle University of Thessaloniki, School of Forestry and Natural Environment, Laboratory of Silviculture, e-mail. Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από κακόβουλη χρήση. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε την Javascript για να τη δείτε. 2 Aristotle University of Thessaloniki, School of Forestry and Natural Environment, Laboratory of Forest Management.
Abstract The forest of Vartholomio is an artificial forest which was founded by the Forest Service between 1950 and 1960, aiming at the protection of the agricultural lands and settlements of the region from the Aeolian transported sand.The region belongs [fytokoinoniologika] in the [eymesogeiaki] area of vegetation (Quercetalia ilicis) in the sub-band of Oleoceratonion and in the augmentative space Oleo-leutiscetum.The forest is composed by the following species: Pinushalepensis,Pinusbrutia, Pinuspinea, Pinus maritima, Acacia cyanophylla, Eucalyptus camaldulensis, Cupressus sempervirens, etc.According to the research that was carried out in the region, it was realised that the forest is in danger by wildfires, but also by various secondary infections. For this reason the institution of suitable measures is essential, so that the safety and liveliness of the forest is reinforced.Taking under consideration the principles of sustainability, viability, works’ compatibility and economy the appropriate works and actions are proposed that, on the one hand, will contribute to its effective protection, and, on the other hand, in its promotion, so that both the local and the Greek society in general will gain from it. Key Words: Sustainable development, integrated management, artificial forests, sand dunes, stabilization.
|
||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||
|