Ανθρωπογενείς επιδράσεις στους δασικούς γενετικούς πόρους

Αρχική / Νέα / Ανθρωπογενείς επιδράσεις στους δασικούς γενετικούς πόρους

Από το 14ο Συνέδριο της Ελληνικής Δασολογικής Εταιρείας
(2009 – Επιλεγμένες Εσηγήσεις)

Π.Γ. Αλιζώτη

Εργαστήριο Δασικής Γενετικής και Βελτίωσης Δασοπονικών Ειδών,

Σχολή Δασολογίας και Φυσικού Περιβάλλοντος,  Αριστοτέλειο Παν/μιο Θεσσαλονίκης,

54124 Θεσσαλονίκη (Ηλ. Ταχ.: alizotp@for.auth.gr)

ΠΕΡΙΛΗΨΗ

 Οι πληθυσμοί των δασικών ειδών χαρακτηρίζονται από υψηλή γενετική ποικιλότητα, τόσο σε μοριακό γενετικό επίπεδο, όσο και σε επίπεδο γνωρισμάτων προσαρμογής. Η διαφαινόμενη κλιματική αλλαγή, προβλέπεται ότι θα επηρεάσει τα μεσογειακά δασικά οικοσυστήματα με άνοδο της θερμοκρασίας, μείωση των βροχοπτώσεων και συχνότερη εμφάνιση ακραίων φαινομένων. Διαρκής ανθρωπογενής επίδραση στα δασικά οικοσυστήματα και συνεπώς στους δασικούς γενετικούς πόρους έχει καταγραφεί από τους προϊστορικούς χρόνους και την αρχαιότητα έως και σήμερα. Στη σύχρονη εποχή μπορεί να προκύψει από διαφορετικές δραστηριότητες όπως α) η τεχνητή επιλογή και βελτίωση των δασικών ειδών, β) η μεταφορά αναγεννητικού υλικού, γ) η εφαρμογή διαφορετικών μεθόδων δασικής διαχείρισης, δ) η αλλαγή του περιβάλλοντος και της χρήσης αυτού. Από ερευνητικά αποτελέσματα προκύπτει ότι η τεχνητή επιλογή και βελτίωση δεν προκαλούν σημαντική μείωση της γενετικής ποικιλότητας των δασικών ειδών. Η μεταφορά αναγεννητικού υλικού όμως επηρεάζει τους γενετικούς δασικούς πόρους, τόσο μέσω της προέλευσης και της γενετικής ποικιλότητας του υλικού που μετακινείται και φυτεύεται σε νέα περιβάλλοντα και της προσαρμογής του στις νέες περιβαλλοντικές συνθήκες, όσο και μέσω της  επίδρασής του στη γενετική ποικιλότητα των τοπικών πληθυσμών. Επιπλέον, διαφορετικοί δασοκομικοί χειρισμοί είναι δυνατόν, μέσω δημογραφικών παραμέτρων, να επιδράσουν σε διαφορετικό βαθμό τη διαμόρφωση του εύρους της γενετικής ποικιλότητας ενός δασικού είδους. Η διαχείριση των δασών μπορεί να επηρεάσει τη δυνατότητα και την ταχύτητα προσαρμογής των δασικών ειδών στην κλιματική μεταβολή. Συνεπώς ο καθορισμός γενετικών κριτηρίων και δεικτών για τον εντοπισμό και την εφαρμογή εφαρμογή μεθόδων διαχείρισης που θα στοχεύουν στη διατήρηση των γενετικών δασικών πόρων καθίσταται αναγκαίος.

Λέξεις κλειδιά: δασικοί γενετικοί πόροι, κλιματική μεταβολή, πλαστικότητα, προσαρμογή, διακίνηση γενετικού υλικού, αειφορική διαχείριση, δασοκομικοί χειρισμοί.

EIΣΑΓΩΓΗ

Τα δασικά οικοσυστήματα αποτελούν ακρογωνιαίο λίθο της βιοποικιλότητας του πλανήτη. O όρος βιοποικιλότητα περικλείει το πλήθος των διαφορετικών ειδών ενός οικοσυστήματος ή μιας περιοχής, την υφιστάμενη γενετική ποικιλότητα εντός των ειδών, και την ποικιλία των επιμέρους οικοσυστημάτων. Η λεκάνη της Μεσογείου αποτελεί κέντρο βιοποικιλότητας του πλανήτη, καθώς απαντάται  το 10% των φυτικών ειδών της Γης, ενώ από το σύνολο των ειδών που απαντώνται στην Ευρώπη, το 80% είναι ενδημικά είδη της Μεσογείου (Blondel and Aronson, 1999).  ΄Οσον αφορά τη δασική βιοποικιλότητα της Μεσογείου, απαντώνται πέντε φορές περισσότερα ξυλώδη είδη από ότι στην υπόλοιπη Ευρώπη (ΕΕΑ, 2007). Τα μεσογειακά δασικά οικοσυστήματα χαρακτηρίζονται επίσης από υψηλό ενδημισμό αφού από τα 290 συνολικά ξυλώδη είδη και υποείδη (θάμνοι και δέντρα) που φύονται στην Ευρώπη, τα 201 απαντώνται αποκλειστικά στις μεσογειακές βιοκλιματικές περιοχές (Quezel and Médail, 2003). Η υψηλή επομένως βιοποικιλότητα και ο ενδημισμός συμβάλλουν στην κατάταξη της λεκάνης της Μεσογείου στην 11η θέση μεταξύ των περιοχών υψηλής βιοποικιλότητας του πλανήτη (Moussouris and Regato, 1999). Η υψηλή ποικιλότητα τόσο μεταξύ όσο και εντός των δασικών ειδών μπορεί να αποδοθεί στην ποικιλότητα του Μεσογειακού περιβάλλοντος, στη μεταπαγετώδη μετακίνηση και δημογραφική εξέλιξη των δασικών πληθυσμών, στην εκτεταμένη εξάπλωση δασικών ειδών σε διαφορετικά περιβάλλοντα, στους απομονωμένους πληθυσμούς δασικών ειδών/ πληθυσμών,  στο πλήθος αυτών των απομονωμένων πληθυσμών που φέρουν γονίδια προσαρμογής σε εντελώς διαφορετικά και κατά περιπτώσεις αντίξοα περιβάλλοντα,  στα σπάνια και πολλές φορές μοναδικά αλληλόμοφα γονίδια που φέρουν οι πληθυσμοί δασικών ειδών στη Μεσόγειο.

Οι ιδιαιτερότητες του Μεσογειακού περιβάλλοντος το καθιστούν ελκυστικό όχι μόνο από οικολογική άποψη αλλά και ως προς τη μελέτη της ιστορίας και του πολιτισμού των ανθρώπων. Το ήπιο κλίμα των ακτών της Μεσογείου κατά τη μεταπαγετώδη περίοδο και η πλούσια βιοποικιλότητα αποτέλεσαν καθοριστικούς παράγοντες για την ανάπτυξη πολλών πολιτισμών.  Από τους αρχαιολογικούς  χώρους, τα αρχαιολογικά ευρήματα, αλλά και τα αρχαία κείμενα, μπορούμε σήμερα να αντιληφθούμε την εξέλιξη της δραστηριότητας του ανθρώπου, που από συλλέκτης αγαθών έγινε διαχειριστής των φυσικών οικοσυστημάτων (Ηοbbs, et. al, 1995). Στη διάρκεια των αιώνων οι άνθρωποι προσπάθησαν, όχι πάντα επιτυχώς, να ισορροπήσουν μεταξύ εκμετάλλευσης και προστασίας των φυσικών πόρων. Στη σύχρονη εποχή, πέρα από την οικονομική ανάπτυξη, ανέκυψαν δραματικά κοινωνικο-οικονομικά και περιβαλλοντικά προβλήματα, όπως και θέματα χρήσεων γης στη λεκάνη της Μεσογείου. Δραματική είναι επίσης η μεταβολή της πυκνότητας και της κατανομής του ανθρώπινου πληθυσμού, καθώς από τα 380 περίπου εκατομμύρια των κατοίκων της Μεσογείου, τα 146 εκατομμύρια ζουν στις παράκτιες περιοχές, ενώ σύμφωνα με δημογραφικές προβλέψεις ο πληθυσμός αναμένεται να αγγίξει τα 550 εκατομμύρια σε 20 περίπου χρόνια από σήμερα (Attane and Courbage, 2001). Πέραν όμως της επιβάρυνσης των φυσικών οικοσυστημάτων από την αναμενόμενη αύξηση του αριθμού των μόνιμων κατοίκων, επιπλέον επιβάρυνση αναμένεται από την αύξηση του αριθμού των τουριστών, από 220 εκατομμύρια που είναι σήμερα σε 350 εκατομμύρια έως το 2020, καθώς η Μεσόγειος αποτελεί δημοφιλή τουριστικό προορισμό παγκοσμίως.

Επιπλέον, η κλιματική μεταβολή αποτελεί έναν συνεχώς αυξανόμενο παράγοντα πίεσης στα μεσογειακά δασικά οικοσυστήματα με δυσμενή αποτελέσματα όπως π.χ. αύξηση της συχνότητας των δασικών πυρκαγιών, επίταση της ξηρασίας, ερημοποίηση). Το κλίμα της Μεσογείου χαρακτηρίζεται γενικά από έντονη εποχικότητα, με ξηροθερμικά καλοκαίρια και ψυχρούς χειμώνες με υψηλή βροχόπτωση, αν και παρατηρείται διακύμανση μεταξύ ετών ως προς το σύνολο των κατακριμνησμάτων. Η Μεσόγειος επομένως αποτελεί περιοχή ιδιαίτερα ευαίσθητη σε σχέση με την κλιματική μεταβολή καθώς αντιπροσωπεύει τη μεταβατική ζώνη μεταξύ των ξηρών και των υγρών περιοχών του κόσμου. Από την τέταρτη αξιολόγηση του περιβάλλοντος της Ευρώπης από τον ΕΕΑ (Εuropean Environmental Agency), προέκυψε ότι η θέρμανση της Ευρώπης (1.4 ºC) ήταν υψηλότερη από τη μέση θέρμανση του πλανήτη  (0.74 ºC) κατά το διάστημα 1906-2005. Εντονότερη όμως θέρμανση παρατηρήθηκε στη Νότια, Νοτιοανατολική Ευρώπη, την Ιβηρική χερσόνησο, τη Βορειοδυτική Ρωσία και τις χώρες της Βαλτικής  (ΕΕΑ, 2007). Επίσης η Νότια και Νοτιοανατολική Ευρώπη έγινε 20% ξηρότερη κατά τον 20ο αιώνα (EEA, 2007).  Σύμφωνα με τα σενάρια κλιματικής μεταβολής, η μέση θερμοκρασία στην Ευρώπη αναμένεται να αυξηθεί κατά 2.1-4.4 ºC ή πιθανώς κατά 2.0-6.3 ºC έως το 2100 (EEA, 2007). ΄Οσον αφορά τη Νότια Ευρώπη, περιοχή ήδη ευαίσθητη,  η κλιματική μεταβολή αναμένεται να επιδεινώσει τις περιβαλλοντικές συνθήκες (αύξηση θερμοκρασίας και ξηρασίας) (IPCC, 2007), με αύξηση της θερμοκρασίας έως και 6 ºC κατά τη διάρκεια του καλοκαιριού (Giannakopoulos et al., 2005) και της ξηρασίας (Giorgi et al., 2004). Η κλιματική μεταβολή αναμένεται να αποτελέσει τον κύριο λόγο μείωσης της βιοποικιλότητας στο μέλλον, καθώς η επιδείνωση των συνθηκών του περιβάλλοντος θα επηρεάσει τη φυσιολογία, τη φαινολογία και τη γεωγραφική εξάπλωση των δασικών ειδών στη Μεσόγειο, ενώ προβλέπεται ότι έως το 2100 περίπου το 25% των φυτικών ειδών της Μεσογείου θα έχει εξαφανιστεί (Thomas et al. 2004, EEA 2007).

Η επίδραση του ανθρώπου στο φυσικό περιβάλλον ξεκινά από τα προϊστορικά χρόνια και βαίνει αυξανόμενη με την πάροδο των αιώνων, καταλήγοντας στη σύγχρονη εποχή να αποτελεί το αίτιο τεράστιων περιβαλλοντικών προβλημάτων  (αύξηση αερίων ρύπων, φαινόμενο του θερμοκηπίου, εκτεταμένη αποδάσωση, κατακερματισμός των δασών, αλλαγή χρήσης δασικής γης, κ.α.) που έχουν σαν συνέπεια την κλιματική μεταβολή σε όλο τον πλανήτη. 

ΑΝΘΡΩΠΟΓΕΝΗΣ ΕΠΙΔΡΑΣΗ ΚΑΤΑ ΤΟ ΠΑΡΕΛΘΟΝ

Ο άνθρωπος  επέδρασε στην εξάπλωση των δασών της Ευρώπης από την μεταπαγετώδη ακόμη περίοδο. Σύμφωνα με τον Bradshaw (2004) η μεταπαγετώδης εξάπλωση ειδών Fagus, Corylus και Carpinus αποδίδεται σε προϊστορική ανθρωπογενή επίδραση.  Η ενασχόληση του ανθρώπου με τη γεωργία κατά τη Νεολιθική περίοδο και οι συνέπειές της επί των δασών αποτελούν ακόμη αντικείμενο συζήτησης, αλλά πιθανολογείται ότι σε πολλά δάση της Ευρώπης την περίοδο αυτή άρχισαν να δημιουργούνται διάκενα. Η συστηματική γεωργία αργότερα οδήγησε σε μείωση των δασών, ενώ πιθανολογείται μικρή μόνο μετακίνηση γενετικού υλικού από περιοχή σε περιοχή.  Εξαίρεση πιθανώς αποτελεί το είδος Pinus pinea του οποίου η σημασία ήταν μεγάλη λόγω των εδώδιμων σπόρων του. Γενετική ανάλυση πληθυσμών του είδους έδειξε ότι η γενετική ποικιλότητα μεταξύ πληθυσμών είναι ελάχιστη σε σύγκριση με άλλα είδη πεύκης, γεγονός που πιθανότατα είναι συνέπεια της εκτεταμένης φύτευσης ορισμένων επιθυμητών γενοτύπων από τους ανθρώπους (Gomèz et al., 2002).  Εντούτοις, η τοπική ανάπτυξη της γεωργικής δραστηριότητας και της εκτροφής ζώων οδήγησε στην εκτεταμένη διάνοιξη των δασών που αποτέλεσε την απαρχή του κατακερματισμού των δασών από τον άνθρωπο.  Εισαγωγή ξενικών ειδών συνέβη σε μικρή σχετικά κλίμακα κατά τη Ρωμαϊκή περίοδο και αποτελεί χαρακτηριστικό παράδειγμα μεταφοράς γενετικού υλικού από τον άνθρωπο.

H άνθηση των αρχαίων πολιτισμών της Μεσογείου αποδίδεται σε σημαντικό ποσοστό στην ύπαρξη και εκμετάλλευση των πευκοδασών  (Malagnoux and Landly, 1999), καθώς πέρα από το σημαντικό ρόλο τους στα οικοσυστήματα παρείχαν και πλήθος προϊόντων (ξυλεία, ρητίνη, σπόρους, κλπ).  Η μακρόχρονη σχέση μεταξύ ανθρώπων και πευκοδασών περιλαμβάνει: χρήση ξυλείας για κατασκευές, για ναυπήγηση πλοίων, για κατασκευή τειχών και πολιορκητικών μηχανών, χρήση ρητίνης για πολλαπλούς σκοπούς, καύση ρητίνης σε τελετές, χρήση σπόρων ως τροφή και αφροδισιακό, χρήση σπόρων στην οινοποιία, εξαγωγή σπορελαίου, χρήση πεύκων ως καλλωπιστικών (περίφημες πεύκες της Ρώμης και της Νάπολης).  Δεδομένων των πολλαπλών ωφελειών από τα δάση πεύκης, η επίδραση του ανθρώπου κατά τα προηγούμενα εκατοντάδες χρόνια στη γεωγραφική εξάπλωση των ειδών πεύκης ήταν εξαιρετικά έντονη, προκαλώντας είτε επέκταση είτε συρρίκνωση. Οι συνέπειες της συρρίκνωσης των Μεσογειακών δασών κατά τους ιστορικούς χρόνους  είναι εμφανείς ακόμη και σήμερα, αν και σε μεγάλο ποσοστό έχουν επισκιαστεί από την αναπτυξιακή έκρηξη του 20ου αιώνα. 

Από το 1700 και έπειτα καταγράφεται μεταφορά γενετικού υλικού στην Κεντρική Ευρώπη, που ξεκίνησε με την εφαρμογή δασοκομικών μεθόδων. Η μεταφορά προλεύσεων και η συστηματική μετακίνηση σπόρου και σποροφύτων δασικών ειδών, με στόχο την αύξηση της παραγωγής, αποτέλεσαν σημαντικά δασοκομικά εργαλεία, που είχαν ως αποτέλεσμα τη διακοπή των φυσικών γενετικών μηχανισμών στις διαχειριζόμενες φυτείες (Bradshaw, 2004). Η αύξηση της δασοκάλυψης στην Ευρώπη που ξεκίνησε στις αρχές του 1900 οφείλεται κυρίως στην ανθρώπινη δραστηριότητα παρά σε φυσικές διαδικασίες και μηχανισμούς. 

Η μακρόχρονη επομένως δραστηριότητα του ανθρώπου από τα προïστορικά χρόνια έως και σήμερα επέδρασε στους γενετικούς πόρους των δασικών ειδών  κυρίως μέσω της εκτεταμένης διατάραξης των δασικών οικοσυστημάτων για την άσκηση δραστηριοτήτων όπως η γεωργία και η κτηνοτροφία, και σε μικρό βαθμό μέσω μεταφοράς αναγεννητικού υλικού μέχρι τις αρχές του εικοστού αιώνα. Η έκταση της τεχνητής μεταφοράς γενετικού υλικού και συνεπώς γονιδίων ήταν πιθανόν μικρή στην αρχή αλλά αυξήθηκε στη συνέχεια και κυρίως κατά τα τελευταία 50 χρόνια καθώς η τεχνητή αναγέννηση διαδόθηκε ευρέως.

ΑΝΘΡΩΠΟΓΕΝΗΣ ΕΠΙΔΡΑΣΗ ΣΤΗ ΣΥΧΡΟΝΗ ΕΠΟΧΗ

Στη σύχρονη εποχή ελάχιστα είναι τα παρθένα δάση που έχουν απομείνει, καθώς τα περισσότερα δασικά οικοσυστήματα υπέστησαν την επίδραση του ανθρώπου κατά το παρελθόν. Οι ανθρώπινες δραστηριότητες που προκαλούν την έκλυση αερίων ρύπων και το φαινόμενο του θερμοκηπίου επιδρούν σε όλο τον πλανήτη, ενώ άλλες δραστηριότητες έχουν επιπτώσεις τοπικού χαρακτήρα.  Στη σύχρονη εποχή η δυσμενής ανθρωπογενής επίδραση μπορεί να προκύψει από διαφορετικές δραστηριότητες όπως α) η τεχνητή επιλογή και βελτίωση των δασικών ειδών, β) η μεταφορά αναγεννητικού υλικού, γ) η εφαρμογή διαφορετικών μεθόδων δασικής διαχείρισης, δ) η αλλαγή του περιβάλλοντος και της χρήσης αυτού.

– Τεχνητή επιλογή και βελτίωση

Τρία είδη γονιδίων που αφορούν γονίδια υπό τεχνητή επιλογή μπορούν να αναγνωριστούν: α. Λίγα μεγαλογονίδια υπεύθυνα για μεγάλο μέρος της φαινοτυπικής ποικιλότητας, β. Πολλά γονίδια με περιορισμένη ατομική επίδραση στο υπό επιλογή γνώρισμα, που ως σύνολο όμως μέσω της αθροιστικής τους δράσης ελέγχουν το μεγαλύτερο τμήμα της φαινοτυπικής ποικιλότητας για το συγκεκριμένο γνώρισμα και γ. Ουδέτερα γονίδια, δηλαδή γονίδια που δεν επηρεάζονται από την επιλογή. Η ποικιλότητα των μεγαλογονιδίων επηρεάζεται δραστικά από την τεχνητή επιλογή, αλλά αυτό δεν ισχύει και για τα γονίδια με αθροιστική δράση. Οι  Kremer et al. (2000) έδειξαν ότι η διαχωριστική  επιλογή μπορεί να αυξήσει τη διαφοροποίηση μεταξύ πληθυσμών μέσω του μη τυχαίου συνδυασμού αλληλομόρφων σε διάφορες γονιδιακές θέσεις, η ποικιλότητα όμως σε επίπεδο γονιδιακό παραμένει ανεπηρέαστη, όπως σχεδόν συμβαίνει με τα ουδέτερα στην επιλογή γονίδια. Η επιλογή επομένως δρά επί των γενοτύπων, και όχι επί των μεμονωμένων γονιδίων. Είναι αναμενόμενος λοιπόν ο εντοπισμός υψηλής ποικιλότητας εντός των πληθυσμών ακόμη και για γονίδια που ελέγχουν γνωρίσματα που βρίσκονται κάτω από μεγάλη ένταση επιλογής.  Οι μέθοδοι τεχνητής επιλογής και βελτίωσης εφαρμόζονται κυρίως σε είδη υψηλού οικονομικού ενδιαφέροντος και σε καλλωπιστικά είδη. Για τα δασικά είδη η βελτιωτική μέδοθος μπορεί να εκτείνεται από την απλή επιλογή εντός της φυσικής εξάπλωσης ενός είδους, έως τη δημιουργία νέου γενετικού υλικού μέσω υβριδισμού (μεταξύ και εντός ειδών)  ή ακόμη και μέσω μεθόδων γενετικής μηχανικής. Αναμένεται όμως ότι οι δασικοί γενετικοί πόροι, που χαρακτηρίζονται από ευρεία ποικιλότητα, δεν θα επηρεαστούν σημαντικά από την εφαρμογή μεθόδων τεχνητής επιλογής και βελτίωσης (Kremer, 1994).  Στην περίπτωση όμως ειδών με περιορισμένη γενετική ποικιλότητα, όπως η Pinus pinea η εφαρμογή μεθόδων τεχνητής επιλογής θα πρέπει να πραγματοποιηθεί με ιδιαίτερη προσοχή (Fallour et al. 1997).

– Μετακίνηση γενετικού υλικού

Η μετακίνηση γενετικού υλικού μπορεί να έχει επιπτώσεις: α. στο γενετικό υλικό που μεταφέρεται και φυτεύεται σε ένα νέο περιβάλλον, οπότε και τίθεται το ζήτημα της προσαρμογής και β. στο τοπικό γενετικό υλικό, οπότε τίθεται το θέμα της ροής γονιδίων από το μεταφερθέν υλικό στο τοπικό καθώς επίσης και το θέμα της τοπικής προσαρμογής.

Η μεταφορά γενετικού υλικού από μια περιοχή σε μια άλλη, θα πρέπει να ακολουθεί συγκεκριμένες προδιαγραφές που βασίζονται στην προβλεπόμενη επιβίωση και παραγωγικότητα των επιμέρους  πληθυσμών.  Οι προβλέψεις προκύπτουν κυρίως από διατοπικό πειραματισμό, αλλά κατά περιπτώσεις και από μοντέλα  γενοτυπικής αντίδρασης στις διαφορές του περιβάλλοντος που προσδιορίζονται είτε μέσω γεωγραφικών παραμέτρων είτε μέσω κλιματικών παραμέτρων (Rehfeldt et al. 1999). Διατοπικός πειραματισμός π.χ.  πολλών πληθυσμών Pinus contorta σε πολλά επιμέρους περιβάλλοντα έδειξε ότι πληθυσμοί συχνά αναπτύσσονται σε συνθήκες που διαφέρουν από το άριστο για αυτούς περιβάλλον, όπως αυτό προβλέπεται από τα παραπάνω μοντέλα.  Η δυνατότητα προσαρμογής σε διαφορετικά από το άριστο περιβάλλοντα προκύπτει από τη δράση εξελικτικών διεργασιών, όπως η ροή γονιδίων από λιγότερο καλά προσαρμοσμένους πληθυσμούς ή ανταγωνιστικές αλληλεπιδράσεις με άλλα είδη,   που δεν επιτρέπουν στον πληθυσμό να φτάσει στη βέλτιση δυνατή κατάσταση.  Η προσαρμογή επομένως σε ένα τόπο δεν πρέπει να θεωρείται σταθερή κατάσταση αλλά δυναμική διαδικασία. Η πλαστικότητα επίσης ενός πληθυσμού (δυνατότητα να προσαρμόζεται σε διαφορετικά περιβάλλοντα) μπορεί να εξαρτάται τόσο από τη γενετική ποικιλότητα όσο και από τη φαινοτυπική πλαστικότητα σε επίπεδο ατομικού φυτού (Rehfeld et al. 2001).

H επίδραση επομένως της μεταφοράς γενετικού υλικού εξαρτάται από την προέλευση του υλικού, το περιβάλλον προορισμού και τον τοπικό πληθυσμό.  Ο κίνδυνος για την προσαρμογή τόσο του μεταφερόμενου υλικού, όσο και για τη μείωση της προσαρμοστικότητας του τοπικού γενετικού υλικού λόγω μόλυνσης από το μεταφερόμενο γενετικό υλικό είναι υψηλότερος όταν άριστο γενετικό υλικό, που είναι υψηλοαποδοτικό σε ευνοϊκές συνθήκες, μεταφέρεται σε οριακές περιοχές.  Ο κίνδυνος  αντίθετα μειώνεται όταν το γενετικό υλικό μεταφέρεται σε άριστες συνθήκες.  ΄Οταν όμως το μέγεθος των πληθυσμών (μεταφερόμενου και τοπικού) είναι μεγάλο τότε η εξέλιξη ως προς την ικανότητα προσαρμογής μπορεί να συμβεί σε μερικές γενεές (Nunney, 2000).

Μεγαλύτερης σημασίας όμως είναι ο δημογραφικός κίνδυνος που ελοχεύει όταν υλικό με μικρή γενετική βάση (π.χ. κλώνος ή μικρός αριθμός κλώνων) μεταφέρεται και φυτεύεται σε ευρεία κλίμακα, καθώς η μείωση του μεγέθους του ενεργού πληθυσμού είναι δραστική. Υψηλότερη δε επίδραση αναμένεται όταν ο τοπικός πληθυσμός είναι μικρός και φύεται σε οριακές συνθήκες ή σε ασταθείς περιβαλλοντικές συνθήκες (Tabbener and Cottrell, 2002).

– Διαχείριση των πληθυσμών – Δασοκομικοί χειρισμοί

Μέρος της δασοκομικής πρακτικής αποτελεί ο έλεγχος δημογραφικών παραμέτρων των δασικών πληθυσμών: αναγέννηση, επιβίωση, αραιώσεις, γονιμότητα.  Καμία από τις παραπάνω όμως πρακτικές δεν έχει καταστροφικές συνέπειες για τους δασικούς γενετικούς πόρους. Εντούτοις, κάθε δασοκομικός χειρισμός έχει μια συγκεκριμένη επίδραση που πρέπει να λαμβάνεται υπόψη για τη μακροπρόθεσμη διατήρηση του εξελικτικού δυναμικού των δασικών πληθυσμών. ΄Οσον αφορά την αναγέννηση, η φύτευση μπορεί να αυξάνει υπό προυποθέσεις την ποικιλότητα μεταξύ πληθυσμών, ενώ η φυσική αναγέννηση ευνοεί τη διατήρηση της ποικιλότητας εντός της συστάδας. Η φύτευση, δεν θα πρέπει να έχει ως αποτέλεσμα τη μείωση της γενετικής ποικιλότητας αλλά την αύξησή της. Ο Εl-Kassaby (2000)  αναφέρει αύξηση 12% σε αριθμό αλληλομόρφων/γονιδιακή θέση και 15% σε ποσοστό ετεροζυγωτίας σε φυτείες των οποίων το γενετικό υλικό προέρχονταν από σποροπαραγωγούς κήπους, σε σχέση με το φυσικό πληθυσμό. Η φύτευση γενικά αφήνει λιγότερα περιθώρια στη φυσική επιλογή να δράσει, καθώς η αρχική πυκνότητα των φυτών και η θνησιμότητα είναι μικρότερες.  Η φυσική αναγέννηση δίνει περισσότερες δυνατότητες στη φυσική επιλογή να δράσει το νεανικό στάδιο των φυτών.  Στην περίπτωση αυτή η επίδραση του ανθρώπου αφορά κυρίως την επιλογή των αναπαραγωγικά ώριμων δέντρων, το σύστημα αναπαραγωγής, τη χωρική κατανομή των αναπαραγωγικών δέντρων και τη χωρική κατανομή των σποροφύτων.  Επίσης δεν έχει προκύψει έως σήμερα ισχυρή γενετική απόδειξη εναντίον ή υπέρ των ομήλικων ή ανομήλικων συστάδων, καθώς και στις δύο περιπτώσεις διατηρείται υψηλό επίπεδο γενετικής ποικιλότητας εντός των πληθυσμών (Konnert and Hussendörfer, 2001).  Oι El-Kassaby  και Benowicz (2000) μελέτησαν την επίδραση της αραίωσης σε δύο συστάδες Pseudotsuga menziesii σε δύο διαφορετικά περιβάλλοντα.  Η κύρια επίδραση των αραιώσεων αφορούσε τη σύνθεση των ειδών (μείωση του αριθμού των ειδών) και τη δομή της συστάδας (λιγότερα άτομα στις μικρότερες κλάσεις διαμέτρου). Η γενετική ποικιλότητα των ειδών που δεν ήταν κύρια είδη των συστάδων (Tsuga heterophylla και Pinus monticola) επηρεάστηκε σημαντικά τόσο ως προς τον αριθμό των αλληλομόρφων γονιδιών όσο και ως προς την αναμενόμενη ετεροζυγωτία, εξαιτίας της μείωσης του μεγέθους του πληθυσμού τους. Αντίθετα η γενετική ποικιλότητα του κύριου είδους (ψευδοτσούγκα) δεν επηρεάστηκε καθόλου.  Επομένως, οι δασοκομικοί χειρισμοί που αφορούν ένα είδος  μπορεί να έχουν σημαντικές επιπτώσεις στα υπόλοιπα δασικά είδη και ιδιαίτερα στη χωρική δομή τους, αν οι παράμετροι αυτοί δεν λαμβάνονται υπόψιν.

– Μεταβολή του περιβάλλοντος

Η μεγαλύτερη ανθρωπογενής επίδραση στους δασικούς γενετικούς πόρους αναμένεται λόγω των μεταβολών του περιβάλλοντος, που μπορεί να κυμαίνονται από διαταραχή του περιβάλλοντος σε τοπικό επίπεδο έως την κλιματική μεταβολή σε παγκόσμια κλίμακα. Η επίδραση των μεταβολών των περιβαλλοντικών συνθηκών αναμένεται να επηρεάσει άμεσα την προσαρμογή των τοπικών δασικών πληθυσμών όσο και του γενετικού υλικού που μεταφέρεται από άλλες περιοχές. Επιπλέον, και αναλογικά με τις μεθόδους διαχείρισης, η οικολογική διαταραχή μπορεί να έχει άμεσο αποτέλεσμα στη δημογραφία του δασικού πληθυσμού.

Η ανθρωπογενής επίδραση μέσω της αλλαγής των περιβαλλοντικών συνθηκών αναμένεται να είναι σημαντική, καθώς η κλιματική μεταβολή επηρεάζει τους δασικούς γενετικούς πόρους σε παγκόσμιο επίπεδο (καλλιεργούμενα και αδιατάρακτα δάση), αφορά επομένως περισσότερους από έναν πληθυσμούς, είναι χωρικά εξαιρετικά εκτεταμένη και δύσκολα θα μπορούσε να είναι αναστρέψιμη βραχυπρόθεσμα. Η ανασφάλεια λοιπόν που σχετίζεται με την αναμενόμενη κλιματική μεταβολή απαιτεί λήψη μέτρων για τη δυναμική προστασία των δασικών γενετικών πόρων, που ως πρωταρχικό στόχο έχει τη δημιουργία εκείνων των συνθηκών που θα εξασφαλίζουν το εξελικτικό δυναμικό των επιμέρους πληθυσμών.

BΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ

Αttane, I., and Y. Courbage, 2001. “La demographie en Mediterranee. Situation et projections”. Paris Ecolomica; Plan Bleau, 2001 (Les Fascicules due Plan Blue No 11) 249p.

Blondel, J., and J. Aronson. 1999. Biology and wildlife of the Mediterranean region. OxfordUniv.Press, N.Y.

Bradshaw, R.H.W., 2004. Past anthropogenic influence on European forests and some possible genetic consequences. For. Ecol. and Mgt.  197:203-212.

EEA, 2007.Europe’sEnvironment. 4thAssessment. Copenhagen, 2007. p. 452

ΕlKassabyY.A., 2000.Impacts of industrial forestry on genetic diversity of temperate forest trees. In: Matyas, C. (Ed.), Forest Genetics and Sustainability. For. Sci. 63:155-169.

ElKassaby, Y.A., A.,Benowicz,  2000. Effects of commercial thinning on genetic, plant species and structural diversity in second growth Douglas-fir (Pseudotsuga menziesii (Mibr.) Franco stands. For. Genet. 7:193-169.

Fallour, D., B. Fady, F. Lefevre, 1997. Study on isozyme variation in Pinus pinea L.: evidence for low polymorphism. Silv. Gen. 46:201-207.

Finkeldey, R., M. Ziehe, 2004. Genetic implications of silvicultural regimes. For. Ecol. and Mgt. 197:231-244.

Giannakopoulos, C., Μ. Bindi, M., Moriondo, Τ. Tin, , 2005. Climate change impacts in the Mediterranean resulting from a 2 ºC global temperature rise. WWF Report, Gland, Switzerland.

Giorgi, F., Χ.Bi, J. Pal, 2004. Mean, interannual variability and trends in a regional climate change experiment over Europe. II. Climate change scenarios (2071-2100). Climate Dynamics 23: 839-858.

Gomèz, Α., Ε. Aguiriano, R. Alía, B. A. Bueno, 2002. Análisis de los recursos genéticos de Pinus pinea L. en Espaňa dediante microsatélites del chloroplaso Invest. Agric. Sist. Recur. For. 11: 145-154.

HobbsR.J., D.M., RichardsonG.WDavis, 1995.Mediterranean-type ecosystems:opportunities and constrains for studying the function of biodiversity. In:  Davis, G.W., Richardson, D.M. (eds), Mediterranean-Type Ecosystems. Springer, N.Y. pp. 1-42.

IPCC, 2007. Climate Change 2007: Synthesis Report. Summary for policy makers. IPCC Secr., Geneva, 2007.

IPCC, 2007. Climate Change 2007: The physical science basis. Summary for policy makers. IPCC Secr., Geneva, 2007.

Thomas, C.D., A. Cameron, R.E. Green, M. Bakkenes, L., Beaumont, Y.C., Collingham, B.F.N., Erasmus, M., Ferreira de Signeira, A., Grainger, L., Hannah, B. Hughes, B., Huntley, A.S. van Jaarsveld, G.F., Midgley, L., Miles, M.A., Ortega-Huerta, A., Townsend Peterson, O.L., Phillips, S.E., Williams, 2004. Extinction risk from climate change. Nature 427: 145-148.

Konnert M., and E., Hussendörfer, 2001.Genetic variation of silver fir (Abies alba) in unvevenaged forests (“Plenter” forest) in comparison with evenaged forests (Altersklassenwald). In: Muller-Stark, G., Schubert, R. (Eds.) Genetic Response of Forest Systems to Changing Environmental Conditions. For. Sci. 70:307-320.  

Kremer, A., 1994. Diversite genetique et variabilite des caracteres phenotypiques chez les arbres forestieres. Genet. Sel. Evol. 26, 105-123.

Kremer, A., V. Le Corre, S. Mariette,  2000.Population differentiation for adaptive traits and their underlying loci in forest trees : heoretical prodictions and experimental results. In: Matyas, C. (Ed.) Forest Genetics and Sustainablity. For. Sci. 63: 59-74.

Malagnoux, M.,  J.P. Lanly, 1999.Cooperation in forestry between the northern and southern Mediterranean. Unasylva 197:45-48.

Moussouris, Y. and P. Regato, 1999. Forest Harvest: An overview of non timber forest Products in the Mediterranean region. WWF Mediterranean Programme. Arborvitae, IUCN. WWF, Supplement.

Nunney, L. 2000. The limits to knowledge in conservation genetics – The value of effective population size. Evol. Biol. 32 :179-194.  

Quézel, P. and F. Médail. 2003. Ecologie et Biogéographie des Forêts du Bassin Mediterraneen. Elsevier, Paris.

Rehfeldt, G.E., N.M. Tchebakova, L.K. Barnhardt, 1999. Efficacy of climate transfer functions : introduction of Eurasian populations of Larix intoAlberta.Can. J. For. Res. 29:1660-1668.

Rehfeld, G.E., W.R. Wykoff, C.C. Ying, 2001. Physiological plasticity, evolution, and impacts of a changing climate on Pinus controrta. Clim. Change 50:355-376.

Tabbener H.E., J.E. Cottrell, 2002. the use ofPCR basedDNA markers to study the paternity of poplar seedlings. For. Ecol. Mgt. 179:363-376.